Δευτέρα 5 Ιουνίου 2017

Από τη Σλοβακία...

Το χελιδόνι της καρδιάς…

Η Αμίρα φαίνεται χαρούμενο και φρόνιμο κορίτσι. Της αρέσει να τραγουδά και θα ήθελε πολύ να παίζει κάποιο μουσικό όργανο. Δεν της αρέσει όμως καθόλου να μιλά για το παρελθόν της και το πρόσωπό της σκοτεινιάζει, όποτε της ζητούν να μιλήσει γι’ αυτό. Μόνο κάποιες φορές γράφει στο ημερολόγιό της για τη ζωή της…
«Κάποια στιγμή πριν το Πάσχα η δασκάλα μάς ζήτησε να γράψουμε ένα κείμενο για την οικογένειά μας και τη χώρα μας. Αυτό ήταν για μένα πολύ δύσκολο˙ ήδη ταξίδευα πολλά χρόνια αλλά ποτέ με ολόκληρη την οικογένειά μου. Πώς να γράψω για όλα αυτά; Για τη ζωή μου που άλλαξε τόσο ξαφνικά … Για όλους αυτούς που αγαπούσα και χάθηκαν... Για τη μοναξιά που νοιώθω…
Ένα απόγευμα καθόμουν στο δωμάτιό μου, προσπαθώντας να γράψω κάτι στο άδειο χαρτί. Έξω σιγοέβρεχε… Ο καιρός εδώ είναι πολύ διαφορετικός απ’ τον ήλιο και τη ζέστη της Δαμασκού! Ξαφνικά άκουσα ένα χτύπημα στο παράθυρο και τότε αντίκρισα ένα χελιδόνι. Ήταν διαφορετικό από όλα όσα είχα δει ως τότε. Είχε σχεδόν άσπρη κοιλιά, γυαλιστερό φτέρωμα και ένα άσπρο φτερό! Πόσο παράξενο ήταν! Άνοιξα το παράθυρο κι εκείνο πέταξε γρήγορα μέσα στο δωμάτιο και κάθισε πάνω στη λάμπα. Το κοίταζα για πολλή ώρα, δεν έκανε την παραμικρή κίνηση. Μόνο στεκόταν εκεί ακίνητο και με κοιτούσε... Μια παράξενη ζεστασιά πλημμύριζε το δωμάτιο. Παράξενη και συνάμα γνώριμη... Σκεφτόμουν πως κάπου σίγουρα είχα ξαναδεί αυτό το παράξενο πλάσμα, αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ πού…
Κάθισα στο τραπεζάκι κι άρχισα να ζωγραφίζω. Τότε το χελιδόνι μού είπε με ανθρώπινη φωνή: «Αμίρα, μη φοβάσαι, δεν είσαι μόνη! Εγώ θα σε βοηθήσω να γράψεις για τους δικούς σου και τη Συρία». Ήξερε το όνομά μου! Από πού; Κι αυτή η φωνή είχε κάτι το οικείο, κάτι απ’ τα όμορφα, ξέγνοιαστα χρόνια στην πατρίδα… Γι’ αυτό το ρώτησα: «Πώς γίνεται να με ξέρεις;». «Γνώριζα τη μητέρα σου. Τραγουδούσαμε συχνά μαζί το αγαπημένο της τραγούδι. Αν θέλεις, μπορούμε να το τραγουδήσουμε μαζί!» μου απάντησε κι άρχισε να τραγουδά ένα γλυκό, μελωδικό τραγούδι, που συνήθιζε να τραγουδά η μητέρα μου, όταν με κρατούσε στην αγκαλιά της!
Ξεκινήσαμε να γράφουμε:
“Πριν δυο χρόνια ήμουν ένα ξέγνοιαστο παιδί, που ζούσε με την οικογένειά του στη Δαμασκό. Ο πατέρας μου είχε ένα μαγαζί με μπαχαρικά και η μητέρα μου φρόντιζε τα παιδιά, εμένα και το μικρό αδελφό μου Γιόραμ. Πόσο όμορφα ήταν στη Δαμασκό! Ο ήλιος έλαμπε κι εμείς τα παιδιά παίζαμε χαρούμενα εδώ κι εκεί. Η μητέρα ήταν χαμογελαστή και συχνά μας τραγουδούσε. Είχε τόσο γλυκιά φωνή! Αυτή μου έμαθε να αγαπώ τη μουσική.
Ώσπου μια μέρα όλα άλλαξαν. Ξέσπασε αυτός ο φρικτός πόλεμος˙ ποτέ δεν κατάλαβα γιατί… Ο ουρανός γέμισε σφαίρες και βόμβες και ο ήλιος χάθηκε μαζί με το χαμόγελό μας. Η μητέρα σπάνια τραγουδούσε πια. Μια μέρα μια βόμβα έπεσε στην αυλή μας. Μόνο η μητέρα ήταν εκεί. Τρέξαμε, μα ήταν αργά˙ είχε φύγει από κοντά μας! «Γιατί; φώναζα κοιτώντας τον ουρανό, μα δεν έπαιρνα καμιά απάντηση. Μόνο μου φάνηκε πως είδα ένα παράξενο μικρό πουλί να πετά πάνω απ’ τα σκονισμένα ερείπια… Ήταν ένα χελιδόνι! Έκανε κύκλους από πάνω μου, σαν να ήθελε κάτι να μου πει, σαν να ήθελε να το κοιτάξω…
Μετά το θάνατο της μητέρας, ο πατέρας μου αποφάσισε να φύγουμε όλοι μας από τη Δαμασκό για την Ευρώπη. Έδωσε πολλά χρήματα σε κάτι παράξενους ανθρώπους, που μας υποσχέθηκαν πως θα φτάναμε εκεί χωρίς κίνδυνο. Το ταξίδι ήταν μακρύ, απαιτητικό και δύσκολο. Διασχίσαμε πολλά χιλιόμετρα, άλλοτε κρυμμένοι σε φορτηγά κι άλλοτε με τα πόδια. Επειδή είχαμε φύγει παράνομα από τη Συρία, έπρεπε να κρυβόμαστε. Φοβόμασταν τόσο πολύ! Συχνά διψούσαμε και πεινούσαμε. Από την Τουρκία περάσαμε στην Κω, ένα ελληνικό νησί, μέσα σε κάτι μικρές βάρκες. Λένε πως το Αιγαίο είναι όμορφο˙ εγώ θυμάμαι μονάχα μια θάλασσα που ζητούσε να μας καταπιεί! Εκεί μας βοήθησαν κάποια μέλη ανθρωπιστικών οργανώσεων. Μέναμε σε σκηνές, αλλά ο πατέρας έλεγε ότι δεν πείραζε, γιατί ήμασταν στην Ευρώπη, μακριά από τον πόλεμο. Από ‘κει μας μετέφεραν στα βόρεια σύνορα. Προλάβαμε να περάσουμε στα Σκόπια, όμως εκεί ένας καινούργιος αποχωρισμός με περίμενε: ο μικρός μου αδελφός, ο Γιόραμ, αρρώστησε από αφυδάτωση και πέθανε. Ήταν μόλις πέντε χρονών!
Θυμάμαι είχαμε σταματήσει τη νύχτα σ΄ένα ερειπωμένο σπίτι στην Πρίστινα της Σερβίας. Ο Γιόραν δεν μπορούσε πια να μας ακολουθήσει. Ήταν πολύ αδύναμος, αυτός που δεν κουραζόταν ποτέ να τρέχει στην αυλή του σπιτιού μας στη Δαμασκό… Κοίταζα άφωνη το άψυχο κορμάκι του και σκεφτόμουν αν θα τέλειωναν ποτέ τα βάσανά μας, αν ήταν δίκαιο όλο αυτό που περνούσαμε … όταν αισθάνθηκα ένα ελαφρό αεράκι στον ώμο μου. Πριν καλά-καλά το καταλάβω, είδα ένα χελιδόνι να περνά δίπλα μου και να πετά πάλι ψηλά. Ναι, πρέπει να ήταν το ίδιο που είχα δει στη Δαμασκό εκείνη τη φοβερή μέρα που έχασα τη μητέρα μου! Τι παράξενο, το ένα του φτερό ήταν άσπρο!
Συνεχίσαμε την πορεία μας προς το Βορρά… Ο πατέρας όμως δεν ήταν καλά˙ έβηχε δυνατά συνέχεια και τις νύχτες δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Μετά έμαθα πως αυτό είναι μια αρρώστια που λέγεται πνευμονία. Πάλεψε, αλλά δεν τα κατάφερε. Λίγο πριν τα σλοβακικά σύνορα, μια δυνατή κρίση του έκοψε την ανάσα. «Να είσαι γενναία, μωρό μου! Κι εγώ και η μαμά και ο Γιόραμ θα σ’ αγαπάμε πάντα και θα σε προσέχουμε από εκεί ψηλά!», ήταν τα τελευταία του λόγια. Αυτό ήταν λοιπόν! Έμεινα μόνη! Πώς θα μπορούσα να συνεχίσω; Ήξερα πως η Σλοβακία θα ήταν ίσως το τέλος αυτού του φοβερού δρόμου, αλλά δεν είχα άλλη δύναμη. «Να είσαι γενναία!» Μα πώς; Αισθανόμουν τόσο μόνη κι αδύναμη! Κάθισα και κοίταζα τα χωράφια που απλώνονταν γύρω μου, όταν κάποια στιγμή το βλέμμα μου σταμάτησε στο κλαδί ενός δέντρου… Το παράξενο χελιδόνι με το άσπρο φτερό ήταν εκεί, μόνο που τώρα δεν πετούσε˙ στεκόταν κουρνιασμένο, σαν να μην είχε δύναμη να συνεχίσει το ταξίδι του… «Κακόμοιρο! Ούτε εσύ μπορείς πια να συνεχίσεις…», του είπα, όμως τότε – μόλις άκουσε αυτά τα λόγια – άρχισε να κουνά δειλά στην αρχή τα φτερά του και μετά πιο δυνατά, μέχρι που τελικά κατάφερε να πετάξει ψηλά! «Να είσαι γενναία!». Θα είμαι! Θα περάσω τα σύνορα, πατέρα, σου το υπόσχομαι!
Και τα κατάφερα! Έφτασα στη Σλοβακία, στη μέση της ειρηνικής Ευρώπης που ονειρευόταν ο πατέρας μου για μας, και τώρα ζω μαζί με άλλους ανήλικους Σύριους σε έναν Ξενώνα Ασυνόδευτων Μικρών Προσφύγων στη Νίτρα. Είναι όμορφη η Νίτρα και οι άνθρωποι είναι καλοί˙ κανένας δεν ζητά να με σκοτώσει… Αλλά δεν είναι η Δαμασκός κι αυτοί δεν είναι η οικογένειά μου…”».
Η Αμίρα διάβασε την άλλη μέρα στο σχολείο το κείμενο που έγραψαν με το χελιδόνι και πήρε ένα μεγάλο μπράβο από τη δασκάλα της. Όταν τέλειωσε το μάθημα, η δασκάλα, που ήξερε την αγάπη της για τη μουσική, της πρότεινε να αρχίσει μαθήματα τραγουδιού μαζί με κάποια άλλα παιδιά. Έτσι, η Αμίρα συναντήθηκε με άλλα τέσσερα παιδιά στο μάθημα τραγουδιού της κ. Ελπίδας. Η κ. Ελπίδα ήταν μουσικός και είχε ζήσει πριν πολλά χρόνια στη Συρία. Μάλιστα, ήξερε το τραγούδι που αγαπούσε η μητέρα της Αμίρας και συχνά την κρατούσε μετά το μάθημα και το τραγουδούσε μαζί της. Δυο φορές την εβδομάδα συναντιόνταν τα παιδιά και μάθαιναν να τραγουδούν.
Μια μέρα, η Αμίρα παρατήρησε ότι η δασκάλα είχε πάνω στο τραπεζάκι κοντά στο πιάνο μια φωτογραφία με την οικογένειά της˙ είχε δύο παιδιά. Το πρόσωπό της σκοτείνιασε, καθώς συνειδητοποίησε ότι εκείνη δεν είχε πια κανένα δικό της στον κόσμο. «Είναι ο άντρας μου και τα παιδιά μου», της είπε η δασκάλα, χαϊδεύοντάς της απαλά το κεφάλι. «Είναι πολύ όμορφα! Είχα κι εγώ έναν αδερφό… και δυο γονείς… μα μου τους πήρε ο πόλεμος». Η κ. Ελπίδα με πήρε στην αγκαλιά της: « Αμίρα, η ζωή δεν σταματά ποτέ, ούτε και η αγάπη. Σου το υπόσχομαι!».  Ήταν πολύ όμορφα τα λόγια της δασκάλας και η αγκαλιά της τόσο ζεστή! Όμως δεν έδιωξαν εντελώς τις κακές σκέψεις απ’ το μυαλό της Αμίρας. Στο δρόμο για το σπίτι είπε στο χελιδόνι: «Βλέπεις, χελιδόνι; Τα άλλα παιδιά έχουν μητέρα, πατέρα, αδέλφια, εγώ όμως δεν έχω κανέναν! Άκουσα πως μερικά παιδιά μαλώνουν και στεναχωρούν τους γονείς τους και δεν εκτιμούν την ελευθερία και την ειρήνη της χώρας τους… Τι να πω εγώ;…». Το χελιδόνι της απάντησε: «Μη φοβάσαι! Όλα θα πάνε καλά! Η ζωή είναι όμορφη! Τα πράγματα θα αλλάξουν, θα δεις! ».
Στο τέλος του σχολικού έτους η δασκάλα της μουσικής κάλεσε όλους τους μαθητές της στο σπίτι της. Τα παιδιά ήρθαν, ήπιαν τσάι, έφαγαν γλυκίσματα και έπαιξαν όλα μαζί χαρούμενα. Λίγο αργότερα ήρθε για επίσκεψη μια οικογένεια με ένα μικρό αγοράκι, που είχε πολύ σκούρο δέρμα. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τα άλλα παιδιά να παίξουν μαζί του. Η Αμίρα αναρωτιόταν γιατί το αγοράκι είχε διαφορετικό δέρμα από τους γονείς του. Τότε άκουσε τους γονείς να λένε ότι εκείνη τη μέρα έκλειναν δυο χρόνια από την είσοδο του μικρού αγοριού στην οικογένεια. Οι φυσικοί γονείς του είχαν πεθάνει στον πόλεμο στη Σομαλία, αλλά αυτό είχε ξαναβρεί την αγάπη σε μια καινούργια αγκαλιά.
        Η Αμίρα κοίταξε έξω από το παράθυρο. Το χελιδόνι ήταν εκεί και την κοιτούσε. Τότε ακούστηκε η δασκάλα να παίζει το τραγούδι της Αμίρας στο πιάνο. «Αμίρα, έλα να τραγουδήσεις μαζί μας!» της φώναξε ο μικρός γιος της δασκάλας, τραβώντας την απ’ το χέρι μαζί με την αδερφή του.
Όταν έφυγαν τα άλλα παιδιά, η Αμίρα έμεινε τελευταία˙ της το είχε ζητήσει η κ. Ελπίδα. Είχε κουρνιάσει με τα δυο παιδιά της δασκάλας στον καναπέ, όταν ήρθε κι εκείνη με τον άντρα της και αγκάλιασαν και τα τρία παιδιά μαζί. «Λοιπόν, Αμίρα, ακόμα αισθάνεσαι μόνη;» τη ρώτησε. «Όχι τόσο, κ. Ελπίδα. Ξέρω πως μ’ αγαπάτε και σας αγαπώ κι εγώ πολύ. Κάθε φορά που είμαι εδώ, είναι σαν να γυρίζω στο σπίτι μου…». «Δεν θα ήθελες να μείνεις για πάντα σ’ αυτό το σπίτι; Να γίνεις παιδί μας και να αρχίσεις μια καινούργια, ήρεμη ζωή;». «Ναι, Αμίρα, μείνε μαζί μας! Σ’ αγαπάμε!», φώναξαν τα δυο παιδιά και την αγκάλιασαν σφιχτά.
Στο δρόμο για τον Ξενώνα η Αμίρα σκεφτόταν τα λόγια της δασκάλας. Μια ήρεμη ζωή, γεμάτη αγάπη… μια καινούργια οικογένεια… ένα πραγματικό σπίτι… Μπήκε στο δωμάτιό της και άνοιξε το παράθυρο. Το χελιδόνι με το άσπρο φτερό την περίμενε στο περβάζι. «Πώς πέρασες σήμερα; Γιατί είσαι σκεφτική;» τη ρώτησε. Η Αμίρα του είπε για τη δασκάλα. Ήταν δυνατόν να ξεχάσει και να ξαναρχίσει από την αρχή;
«Η ζωή δεν σταματά ποτέ, ούτε κι η αγάπη, καρδιά μου! Κι αυτοί οι άνθρωποι σ’ αγαπούν πραγματικά. Δεν θα ξεχάσεις ποτέ, αλλά θα συνεχίσεις να μοιράζεσαι την αγάπη, μαζί τους! Αυτό θα ήθελαν οι δικοί σου!». Αυτά τα λόγια έμοιαζαν τόσο με τα λόγια που της είχε πει κάποτε η μητέρα της στη Δαμασκό, όταν άρχισε ο πόλεμος! Κι αυτή η γλυκιά, γνώριμη φωνή… «Να είσαι χαρούμενη, μωρό μου, και να αγκαλιάζεις τους ανθρώπους που σ’ αγαπάνε! Αυτό θέλουμε ο πατέρας σου, ο αδερφό σου κι εγώ. Κι εμείς θα σε προσέχουμε πάντα από εκεί ψηλά και θα ζούμε βαθιά στην καρδιά σου!» είπε το χελιδόνι και φτερούγισε ψηλά. Έκανε τρεις κύκλους στον ουρανό πάνω από το παράθυρο της Αμίρας κι έπειτα πέταξε μακριά…

«Στο υπόσχομαι, μανούλα! Το υπόσχομαι και στους τρεις σας!» του φώναξε η Αμίρα, καθώς ο αέρας έκλεινε το παράθυρο. Η Αμίρα ΔΕΝ ήταν μόνη, δεν ήταν ΠΟΤΕ μόνη! Και τώρα καλημέριζε μια ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ζωή! 

Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

Από τη Βουλγαρία

Το άσπρο φτερό

Αγαπημένε μου αδελφέ Ναδίρ,

Η κυρία Ζντράβκα μας είπε να γράψουμε ένα γράμμα σε κάποιον από την οικογένειά μας. Γι’ αυτό , γράφω σ ’εσένα.

           Ξέρεις, όταν μου είπες να φύγω από τη Συρία με τους γείτονές μας, σκέφτηκα ότι θα έρθεις κι εσύ. Είμαι ακόμα πολύ θυμωμένη μαζί σου γι’ αυτό, αλλά θα είμαι καλό κορίτσι και θα σε συγχωρήσω που δεν ήρθες. Γιατί δεν ήρθες; Γιατί με άφησες μόνη μου; Ναδίρ,  πρέπει κι εσύ να έρθεις στη Βουλγαρία. Έχουν χιόνι εδώ (ακριβώς σαν τις ταινίες)!
           Αλλά δεν πρέπει να βιαστείς. Άκουσα ότι κάποιοι άνθρωποι που προσπάθησαν να έρθουν εδώ χάθηκαν στη θάλασσα. Γι’ αυτό  πρόσεξε για να μην χαθείς κι εσύ. Αλλά και αν γίνει αυτό, σου υπόσχομαι ότι θα έρθω να σε βρω (ακριβώς όπως όταν παίξαμε κρυφτό στην αυλή του σπιτιού μας και στο πάρκο με τα ψηλά δέντρα). Μερικοί λένε ότι η μαμά και ο μπαμπάς έχουν ήδη χαθεί. Θα πρέπει να με βοηθήσεις να τους βρούμε.
          Εδώ είμαστε μόνο τα παιδιά που οι γονείς τους έχουν χαθεί και οι δασκάλες μας. Τα καινούργια παιδιά που έρχονtαι είναι όλα κλαψιάρικα. Κλαίνε κάθε βράδυ, αλλά εγώ δεν κλαίω, γιατί ξέρω ότι θα με κορόιδευες, είμαι μεγάλο κορίτσι εγώ…κάνω κουράγιο και υπομονή….έτσι δεν μου είπες όταν με φίλαγες πριν ξεκινήσω για τον άγνωστο δρόμο;
Τώρα, θέλω να σου πω για την κυρία Ζντράβκα. Είναι η καλύτερη δασκάλα που είχα ποτέ! Χθες μας πήρε να πάμε βόλτα στο Πλόβντιβ (είναι η πόλη που ζούμε). Είναι τόσο μεγάλη! Είναι δύο και τρεις φορές το μικρό χωριό μας!!! Και υπάρχουν τόσα πολλά φώτα παντού. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δεν μπορώ να καταλάβω τι λέει ο κόσμος. Και αυτός είναι ο λόγος που έχουμε την κυρία Ζντράβκα. Αυτή μας διδάσκει τα πάντα. Μας λέει ότι όλοι είμαστε διαφορετικοί και ξεχωριστοί, όλοι αξίζουμε την αγάπη και τη φροντίδα.
Και η κυρία Ζντράβκα μας αγαπάει πραγματικά κι εγώ το καταλαβαίνω. Το καταλαβαίνω από τα μάτια της που δακρύζουν όταν μας βάζει να μιλάμε για τη Συρία. Είναι πολύ σημαντικό λέει να μην ξεχνάμε τον τόπο μας αλλά να τον θυμόμαστε όμορφο όπως ήταν τότε. Μας λέει κι άλλα πράγματα, για τους ανθρώπους, για τη φύση, για τα ζώα, μας μιλάει για τη ζωή, μας λέει πόσο σημαντικό είναι να βοηθάει ο ένας τον άλλο. Γι΄ αυτό κι αυτή βοηθάει εμάς να μεγαλώσουμε, να ξεχάσουμε τον πόλεμο και να τα καταφέρουμε να ζήσουμε σε μια άλλη χώρα, με άλλους ανθρώπους, με άλλη γλώσσα, με άλλες συνήθειες. 
Αλλά αυτός δεν είναι ο λόγος που είναι η καλύτερη δασκάλα. Κάθε βράδυ μας λέει μια ιστορία για ύπνο. Χθες μας είπε για το χελιδόνι με το άσπρο φτερό. Είπε, αν το δούμε όλα τα όνειρά μας θα γίνουν πραγματικότητα. Ο Τζαμάλ (αυτός είναι ο καλύτερός μου φίλος) λέει ότι δεν την πιστεύει, αλλά νομίζω ότι η κυρία λέει την αλήθεια. . Ο Τζαμάλ φοβάται τους ανθρώπους, άνθρωποι σκότωσαν τους γονείς του και έμεινε μόνος του. Δεν έχει εμπιστοσύνη σε κανέναν παρά μόνο σε μένα. Κι εγώ προσπαθώ να του πω ότι όλοι οι άνθρωποι δεν είναι κακοί. Λέει ότι είναι δυνατός αλλά εγώ το βράδυ τον ακούω που κλαίει. Του είπα να μιλήσει με την κυρία Ζντράβκα, του μιλάω κι εγώ κι αυτός σκύβει το κεφάλι και σκέφτεται. Μια φορά μου χάιδεψε το κεφάλι. μου είπε ότι του αρέσουν οι πλεξούδες μου και μου χαμογέλασε. Ήταν όμορφο το χαμόγελό του!
 Η δασκάλα μας κάνει πλεξούδες σε όλα τα κορίτσια. Είπε ότι τα δικά  μου μαλλιά είναι χρυσά σαν το σιτάρι που κάνουμε το ψωμί και τώρα τα παιδιά με φωνάζουν «ψωμί-κορίτσι».
Μεγάλε μου αδελφέ, σε παρακαλώ να έρθεις εδώ όσο πιο σύντομα μπορείς. Πριν από λίγο καιρό ένας άνθρωπος είπε στον Tζαμάλ ότι οι γονείς του δεν θα έρθουν γι’ αυτόν ποτέ…ότι πέθαναν κάπου σε κάποιο μέρος…. Φοβήθηκα όταν τον άκουσα να κλαίει όλη τη νύχτα.
Γι’ αυτό τώρα βγαίνω κάθε μέρα και ψάχνω το χελιδόνι με το άσπρο φτερό. Θέλω να του πω να σε φέρει εδώ. Φοβάμαι μόνη μου, φοβάμαι μήπως μου πουν και μένα ένα άσχημο νέο, φοβάμαι μήπως δεν σε ξαναδώ…..

Έλα εδώ γρήγορα.
Σ΄αγαπώ πολύ, ΄Aσα
Υστερόγραφο: Να μη χαθείς!

Το μάθημα τέλειωσε και τα παιδιά όλα έδωσαν τις επιστολές τους στην δασκάλα.
Η Άσα σηκώθηκε και πήγε κοντά στο παχουλό αγόρι.
Έλα , Tζαμάλ ας πάμε να βρούμε το χελιδόνι με το άσπρο φτερό! είπε η Άσα καθώς τον έσερνε έξω από την τάξη.
-Τα χελιδόνια έρχονται εδώ μόνο το καλοκαίρι, ψωμί-κορίτσι- γκρίνιαξε το αγόρι, αλλά το κορίτσι περπατούσε μπροστά, προσποιούμενη ότι δεν τον είχε ακούσει.
Έβαλαν τα μπουφάν τους και βγήκαν στη χιονισμένη αυλή. Ο Tζαμάλ και η Άσα σύντομα ξέχασαν τι έπρεπε να ψάξουν και άρχισαν να παίζουν με το χιόνι μέχρι που η δασκάλα τους φώναξε να μπουν μέσα. Το αγόρι πήγε  πρώτο. Μόλις έμεινε μόνη η Άσα κοίταξε γύρω της κρυφά πριν αρχίσει να φωνάζει:
-Κύριε χελιδόνι! Κύριε χελιδόνι! Θέλω τον μεγάλο αδελφό μου να έρθει εδώ! Τον λένε Ναδίρ και είναι από τη Συρία!!!
 Η Άσα ήξερε ότι τα παιδιά μέσα στην τάξη πιθανώς να γελούσαν μαζί της. Μετά από λίγο η κοπέλα έσκυψε κάτω στο χιόνι. Καυτά δάκρυα κύλισαν στα μάγουλά της.
-Θέλω τον αδελφό μου …Θέλω τον Ναδίρ. -μουρμούρισε- Θέλω την οικογένειά μου πίσω. Δεν θέλω να είμαι μόνη μου πια.
Η κοπέλα έλπιζε με όλη την μικρή καρδιά της ότι θα δει το λευκό πουλί.
Κάτι προσγειώθηκε στο κεφάλι της και αυτή πήδηξε πάνω από έκπληξη. Η  Άσα κοίταξε ψηλά και είδε την κυρία Ζντράβκα να της χαμογελάει. Το κοριτσάκι σκούπισε με μανία τα δάκρυα από το πρόσωπό της.
-Δεν έκλαιγα, κυρία- μουρμούρισε. Η δασκάλα κοίταξε μακριά …...
-Ας πάμε να του δώσουμε το γράμμα σου.- είπε.
-Να δώσουμε το γράμμα μου σε ποιον, κυρία; Ρώτησε η Άσα τρέμοντας από το κρύο. Η δασκάλα έδειξε με το χέρι της μακριά, προς το φράχτη. Εκεί στεκόταν ένα πουλί με άσπρο φτερό, σχεδόν αόρατο στο χιόνι.
- Αυτό σημαίνει ότι ο αδελφός μου θα επιστρέψει; - ρώτησε το κορίτσι και ακολούθησε την δασκάλα μέσα στο κτήριο.
-Αν το ελπίζεις και το εύχεσαι πολύ δυνατά, με όλη σου την καρδιά τότε ναι, θα έρθει- απάντησε η γυναίκα.
Ένα αγόρι ηλικίας κάτω των είκοσι με φθαρμένα ρούχα πλησίασε τα σύνορα. Η ταμπέλα μπροστά του έλεγε: «Βουλγαρία». Στην κορυφή της είδε ένα πουλί. Ένα χελιδόνι με άσπρο φτερό. Παραξενεύτηκε και πήγε κοντά του.  Στο στόμα του υπήρχε μια επιστολή, "στο μεγάλο μου αδελφό Ναδίρ» έλεγε ο φάκελος. Το αγόρι χαμογέλασε.

-Ήδη αισθάνομαι ευπρόσδεκτος εδώ.-μουρμούρισε πριν πάει στο σημείο ελέγχου.
 Το χτυποκάρδι του μεγάλωνε όσο πλησίαζε ….…θα περάσει άραγε; Θα καταφέρει να συναντήσει την Άσα ; 

Οι φύλακες τον κοίταξαν, κοίταξαν και τα χαρτιά του ,ήταν σοβαροί και αμίλητοι, η καρδιά του πήγαινε να σπάσει μέχρι να ακούσει το добре дошъл (καλώς όρισες)!!!! Πέρασε και κάθισε στην άκρη του δρόμου . Και τότε ο Ναδίρ θυμήθηκε, θυμήθηκε γιατί την είχε στείλει μακριά. Γιατί την έστειλε μακριά του, μακριά από τους φίλους και τους γείτονές τους. Τα 300€ που είχε δεν ήταν αρκετά για να πάνε μαζί και ήξερε αυτό που του είχε πει ο πατέρας του «οι αθώοι πρώτοι χάνουν τη ζωή τους σε καιρό πολέμου».  Ξανακοίταξε το γράμμα που κρατούσε κλειστό ακόμα στα χέρια του και μια ζεστή φωτιά άναψε μέσα του. Την είχε σώσει από τη φρίκη!! Ήταν μόνο θέμα χρόνου πριν να είναι ξανά μαζί!!!

Ружа Чучури  3o έτος Βουλγαρικής & Νεοελληνικής γλώσσας Πανεπιστήμιο Πλόβντιβ

Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Η τελική κάρτα από τη Ρουμανία


[...] Και να και άλλη κάρτα, αυτή τη φορά  από τη Ρουμανία! Η Φαουζέγια την ανοίγει με μεγάλη περιέργεια και ανυπομονησία και αρχίζει να διαβάζει:



               Αγαπημένη μου Φαουζέγια,
  
     Με λένε Ζαμφίρα, είμαι 12 χρονών και ζω στη Viişoara, ένα όμορφο χωριό στη Β.Α. Ρουμανία, σε ένα αγροτόσπιτο, μαζί με τα δύο αδέλφια μου, τον μπαμπά μου και τη γιαγιά μου. Το χελιδόνι το συνάντησα πριν από λίγες μέρες στη σοφίτα του αχυρώνα μας! Εκείνη τη μέρα τη θυμάμαι πολύ καλά, γιατί ήμουν πολύ στενοχωρημένη με ένα πρόβλημα που είχα στο σχολείο. Πολλές φορές τον τελευταίο καιρό καταφεύγω εδώ πάνω,  γιατί εδώ  με περιμένουν οι φίλοι μου και οι ήρωές μου που τους βρίσκω πάντα μέσα στα βιβλία...Εδώ βρίσκω παρηγοριά...Όμως την ημέρα εκείνη η θλίψη μου δεν έλεγε να υποχωρήσει. Δεν μπορούσα να διαβάσω και απλά ήθελα να κοιτάξω τον ουρανό μέσα από μια χαραμάδα που είχε η σοφίτα μας. Τότε είδα το χελιδόνι. Μόλις άρχισα να το περιεργάζομαι, με ρώτησε ξαφνικά:

- «Γιατί κλαις, όμορφό μου κοριτσάκι; »

- «Γιατί μου λείπει πολύ η μαμά μου», του απάντησα. «Εσύ όμως τι ψάχνεις εδώ ακόμα; χειμώνιασε πια.»

- «Αυτό το άσπρο φτερό που βλέπεις δεν είναι το μόνο πράγμα που με κάνει διαφορετικό. Αποφάσισα να μη ψάξω κι εγώ, όπως οι υπόλοιποι, την άνοιξη, αλλά να προσπαθήσω να βρω διάφορα παιδιά σαν κι εμένα και να γίνουμε φίλοι».

-«Και πώς  με  βρήκες;»

-«Θα σου πω! Καθώς πετούσα για αρκετή ώρα και παρόλη την κούρασή μου, ένιωθα μία περίεργη χαρά μέσα μου. Ήταν από τα τραγούδια και τα γέλια που συνεχώς έβρισκαν δρόμο προς τον ουρανό  τις τελευταίες ώρες. Κοίταξα πιο προσεκτικά προς τα κάτω. Πολλά δάση κάλυπταν αυτήν τη παγωμένη γη και πού και πού κάποιες πολιτείες ή κάποια χωριουδάκια ξεπρόβαλλαν μέσα από αυτά. Όσο πιο φτωχικά ήταν τα μέρη, τόσο πιο πολλά τραγούδια και γέλια ακούγονταν. Τότε κατάλαβα πως πετούσα πάνω από τη Ρουμανία!!»

Μα πώς το κατάλαβες

-«Το κατάλαβα, γιατί θυμήθηκα μια παρέα μεταναστών που είχα συναντήσει πιο παλιά στην Ελλάδα. Όπως και τώρα, έτσι και τότε ήταν  το γέλιο τους που μου είχε τραβήξει την προσοχή και γι’αυτό είχα πάει να καθίσω στο δέντρο που σκίαζε τον πάγκο γύρω απ΄τον οποίο είχε μαζευτεί η παρέα. Μιλούσαν πολύ για την πατρίδα τους, για την Ρουμανία. Κατάλαβα από τις κουβέντες τους πως ο λαός τους έμαθε μες’ απ΄τις πολλές δυσκολίες που πέρασε ότι το γέλιο και το τραγούδι επουλώνουν με τον καλύτερο τρόπο τις πληγές της ψυχής. Έλεγαν επίσης και για τα παιδιά που είχαν αφήσει  πίσω τους στη Ρουμανία όσοι είχαν φύγει από εκεί σε άλλες χώρες, για να μπορέσουν να προσφέρουν μια καλύτερη ζωή στην οικογένειά τους.

-«Α, ωραία!»

-«Ο σκοπός μου λοιπόν τώρα ήταν να βρω ένα από εκείνα τα παιδιά που να χρειάζονται παρηγοριά στη μοναξιά τους και καθώς έψαχνα, είδα σ’ένα μικρό περβάζι πολλά ψίχουλα. Αποφάσισα να φάω πρώτα, γιατι η φύση δεν έχει πολλά να μου προσφέρει τώρα. Έτσι σε είδα λίγα λεπτά πριν».

Ήδη είχα ξεχάσει  λίγο τον καημό μου με αυτά που μου έλεγε το πουλί.

-«Πού είναι η μαμα σού;» με ρώτησε μετά.

-«Χμ, φαίνεται πως είμαι ένα απο εκείνα τα παιδιά...», του είπα. «Η μαμά μου έφυγε πριν ένα χρόνο στην Ιταλία, για να δουλέψει, γιατί η οικογένειά μας περνούσε όλο και πιο δύσκολα οικονομικά. Αποκτήσαμε καινούριο αδελφάκι που μας έκανε πολύ χαρούμενες εμένα και την μικρότερη αδελφή μου,  αλλά οι γονείς μας ζορίζονταν κάθε μέρα και πιο πολύ για να βγάλουμε το ψωμί μας. Ο μπαμπάς μου είχε απελπιστεί  πια να ψάχνει  και να μη βρίσκει δουλειά. Όταν ο μικρούλης έγινε ενός έτους, η μαμά βρήκε δουλειά στην Ιταλία και έφυγε αφήνοντάς μας με την γιαγιά που μένει μαζί μας.  Η καημένη είναι άρρωστη και κουράζεται πολύ με τόσες δουλειές που της έμειναν από την μαμά. Εγώ την βοηθάω όσο μπορώ, αλλά έχω και το σχολείο μου και ο μπαμπάς πίνει πολύ απο τότε που έφυγε η μαμά και πάει και κλείνεται συνέχεια στην καλοκαιρινή κουζινούλα μας που βρίσκεται  στο βάθος της αυλής μας. Ποτέ δεν μπορώ να συζητήσω με κανέναν τους... Σήμερα, όταν πήγα να μιλήσω με την γιαγιά, αυτή ήταν τοσο αγχωμένη, για να τα έχει όλα έτοιμα, που δεν μπορούσε να με ακούσει. Ξέχασε και να με ρωτήσει αν πεινάω και με έστειλε να κάνω τα μαθήματά μου, για να έρθω μετά να την βοηθήσω, γιατί δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνη της.  Τον μπαμπά τον είδα να μπαίνει στην κουζινούλα παραπατώντας και χτυπώντας πίσω του την πόρτα... Μου λείπουν οι συμβουλές του, μου λείπει  η προστασία του...»

        
-«Δηλαδή για ποιο πράγμα ακριβώς θα ήθελες να τους μιλήσεις

- «Θα σου πω. Στο σχολείο σήμερα, σε ένα διάλειμμα, κάποια αγόρια από μια μεγαλύτερη τάξη άρχισαν πάλι να με πειράζουν και να με κοροϊδεύουν. Τον τελευταίο καιρό συνεχώς μου δημιουργούν προβλήματα και με πειράζουν οι συμμαθητές μου! Ευτυχώς όμως που ο ΑντρεΪ, ένα  συμπαθητικό, γαλανομάτικο αγόρι, δύο χρόνια μεγαλύτερό μου, που τον τελευταίο καιρό μου χαμογελάει  κάθε φορά που με αντικρίζει, πήρε το μέρος μου και στο τέλος υποχώρησαν. Παρόλα αυτά, εγώ νιώθω τόσο μόνη και πληγωμένη! Στον μπαμπά μου πια δεν μπορώ να μιλήσω, για να με συμβουλεύσει και να με προστατεύσει, όπως έκανε παλιά. Την μαμά δεν θέλω να την πάρω τηλέφωνο, για να μην την στεναχωρήσω εκεί που είναι μακριά.»

      Του έλεγα όλα αυτά και η καρδιά μου λίγο  ξαλάφρωσε, γιατι είχα κάπου να τα πω τουλάχιστον. Δεν φανταζόμουν πως ο νέος μου φίλος θα με βοηθούσε κιόλας!  Ήρθε κοντά στο τραπέζι μου και έκανε μια πιρουέτα, λέγοντάς μου πως ξέρει τι θα κάνει, για να με βοηθήσει:

- «Έχω μια ιδέα!! Πιάσε δύο χαρτάκια και γράψε πάνω αυτά που θες να πεις στoν μπαμπά και τη γιαγιά σου. Η θλίψη και οι έγνοιες τους τύφλωσαν. Αν όμως δουν αυτήν την ασυνήθιστη  κίνηση από εσένα, σίγουρα θα τους τραβήξει την προσοχή! Θα πάω να τους τα δώσω εγώ!»


Ενθουσιάστηκα πολύ με την ιδέα και έγραψα γρήγορα ό,τι κουβαλούσα μέσα στην ψυχή μου.

             Πρώτα έγραψα στη γιαγιά:



          Αγαπημένη μου γιαγιούλα, είσαι στο σπίτι αλλά μου λείπεις πολύ!!! Μου λείπουν οι ιστορίες σου, τα τραγούδια σου! Απ' τον καιρό που έφυγε η μαμά, όλα άλλαξαν!! Ασχολείσαι μόνο με τις δουλειές και όσο και αν σε βοηθάω, εσύ δεν  βρίσκεις χρόνο για εμάς. Όσες ιστορίες και αν διαβάζω μόνη μου πάνω στη σοφίτα, καμία δεν μοιάζει με τις δικές σου ιστορίες. Ζηλεύω ακόμη και τους ήρωες των βιβλίων μου, που έχουν τις γιαγιάδες τους και περνάνε όμορφα μαζί!! Άραγε θα γίνεις ποτέ  ξανά η γιαγιά που ξέραμε;

                                                                                                                                           Η Φίρα σου!!





   Αμέσως μετά έγραψα στον μπαμπά:



         Μπαμπάκα μου, ξέρω ότι σου λείπει η μαμά και ότι νιώθεις μόνος. Σε όλους λείπει! Εμείς είμαστε εδώ, εσύ όμως δεν μας βλέπεις! Θα ήθελα πολύ να σε αγκαλιάσω αλλά εσύ δεν με αφήνεις. Το ξέρεις ότι με ρωτάει συνέχεια ο δάσκαλος από το σχολείο για σένα; Και σήμερα που κάποια παιδιά με πείραξαν στο σχολείο, ο δάσκαλος το έμαθε και ζήτησε να σε δει. Εγώ τι να του απαντήσω; Μέχρι και οι φίλοι μου με ρωτάνε γιατί δεν έρχεσαι πια.

                                                                                                                                   Το Ζαμφιράκι σου



           Το χελιδόνι  πήρε τα γράμματα στο ράμφος του και το επόμενο πρωί χτύπησε το παράθυρο του καθενός, περιμένοντας απέξω. Είχε δίκιο. Και οι δύο ξαφνιάστηκαν με το θέαμα και έπιασαν αμέσως τα γράμματα και τα διαβάσανε. Ήρθαν και με αγκάλιασαν και ένιωσα τη χαρά που είχα ένα χρόνο  να νιώσω!!
       Ο μπαμπάς ήρθε στο σχολείο μετά για να μιλήσει με τον δάσκαλό μου. Το απόγευμα φτιάξαμε μαζί με την αδελφούλα μου και με την γιαγιά κεκάκια και τραγουδήσαμε τα παλιά, αγαπημένα της τραγούδια, ενώ ο μπαμπάς έπαιζε με τον μικρούλη. Θα ήταν μια τέλεια μέρα αν  ήταν εκεί και η μαμά. Μια ελπίδα όμως πως θα ξαναγίνουμε μια ευτυχισμένη οικογένεια άνθησε μέσα στην καρδιά μου.
  
     Το χελιδόνι μας κοίταξε απέξω. Βγήκα κι εγώ και τότε μου είπε  ότι πρέπει να φύγει, γιατί σίγουρα τον χρειαζόταν και άλλο παιδί. Αποχαιρετιστήκαμε και τον είδα να απομακρύνεται και να χάνεται στον ουρανό.
Ελπίζω να τον δεις και εσύ ξανά!



                                                                                                                              Με πολλή αγάπη,
                                                                                                                                             Η Ζαμφίρα







     

Φοιτητές:
-Elena Vasiliu, φοιτήτρια της Θεολογικής Σχολής  του  Παν/μίου AL.I.CUZA του Ιασίου και φοιτήτρια του Λεκτοράτου Νεοελληνικών Σπουδών, επίπεδο ελληνομάθειας  Β2.
 -Gabriel Piştea, Υποψ. Διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου AL.I.CUZA του Ιασίου και φοιτητής του Λεκτοράτου, επίπεδο ελληνομάθειας Β1-Β2.
 Υπεύθυνη καθηγήτρια:
Αγγελική Μουζακίτη, Φιλόλογος, Λεκτοράτο Νεοελληνικών  Σπουδών του Παν/μίου AL.I.CUZA του Ιασίου.