Κυριακή 19 Μαρτίου 2017

Η ιστορία από τη Μολδαβία



 ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΚΙ ΕΛΠΙΔΑ...

Κυριευμένος από το φόβο, τα αυτιά μου βούιζαν. Τα γοργά βήματα των γονιών γέμιζαν το σαλόνι. Κρύφτηκα όλοκληρος  κάτω από το  πάπλωμα. Μόνο τα δάχτυλα των ποδιών μου έπιαναν την κατεύθυνση του ανέμου, πλημμυρίζοντας τις αισθήσεις μου με  τη δροσιά της νύχτας.
Τα γυμνά κλαδιά στρίβονταν πάνω στο παντζούρι, αντανακλώντας στο δωμάτιό μου απαίσιες εικόνες. Αγκαλιάστηκα, ακούγοντας την αντήχηση του σκοταδιού που με παρέσυρε να κοιμηθώ.

    Χωρίς να το καταλ
άβω, η ματιά μου έστιασε πάνω στο φλάουτο που μάζευε στις τρύπες του, σταγόνα, σταγόνα... το διάφανο φως του φεγγαριού. Ο παππούς μου, μου το χάρισε σε μια επίσκεψη στην πόλη. Μου είπε να σφυρίξω σ’ αυτό όσο το δυνατόν περισσότερο και μετά ν’αφήσω να πετάξουν όλες οι στενοχώριες αυτού του άστατου κόσμου. 

    Μ
έσα οι γονείς μου τσακώνονταν σφοδρά. Ανάμεσα στις κραυγές τους, η εκπομπή της τηλεόρασης σχόλιαζε τα νέα της ημέρας: “Ο πρόεδρος της Μολδαβίας, που  εκλέχτηκε σήμερα από την πλειοψηφία του λαού, επιβεβαίωσε ότι  η ανατολική πορεία της χώρας είναι πια προφανής…”.

    Πλησίασα στην πόρτα, ανασηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου και τους κοίταζα
, επίμονα μέσα από την κλειδαρότρυπα που μας χώριζε.
Η μητέρα μου, τρώγοντας τα νύχια της στον καναπέ, είπε κάποιες ασαφείς φράσεις στον πατέρα μου: „μετακόμιση στο εξωτερικό”, „Ντάβιντ στο χωριό με τον παππού και είμαστε χρεοκοπημένοι.

Όρμησα πίσω στο κρεβάτι. Οι ίδιες λέξεις αντιλαλούσαν  στο μυαλό μου: μετακόμιση, εξωτερικό, ο Ντάβιντ στo χωριό. Έσφιξα με δύναμη τα βλέφαρά μου. Δεν ήθελα να ακούω, να βλέπω και να νιώθω τίποτα.

Τεντώθηκα, άρπαξα το φλάουτο και το έριξα στη γωνιά της κάμαρας. Η νύχτα ανέβηκε στο θρόνο της και βάθυνε το σκοτάδι που πλυμμήριζε την ακτή της ψυχής μου.

Το ξημέρωμα φάνηκε και μέσα από το παντζούρι τρύπωναν  οι οσμές και οι κρότοι της βροχής. Ακούστηκαν  χτυπήματα και η πόρτα άνοιξε. 
Οι γονείς μου πρόβαλλαν σα σκιές και με πλησίασαν στο κρεβάτι. Βασανίζονταν να μου εξηγήσουν όλα αυτά, που ήδη ήξερα.
-  Να μας συγχωρέσεις, παιδάκι μας, μου είπε η μαμά καθώς με χάιδευε. Θα επιστρέψουμε μόλις η κατάστασή μας βελτιωθεί. Να ξέρεις πως σε αγαπάμε πάρα πολύ.
Ο πατέρας μου δε μιλούσε, στεκόταν όρθιος και σχεδόν με δυσκολία τόλμησε να με κοιτάξει στα μάτια, ενώ ψιθύριζε:
-       Αυτή η χώρα δεν μας χρειάζεται πια.

Μετά από λίγες ώρες ήμουν στο λεωφορείο. Όλα ήταν οργανωμένα από πριν. Μόνο μια σπίθα χρειάστηκε για να ανάψει η πυρκαγιά της αλλαγής. Εγώ τα έμαθα όλα τελευταίος.
Στήριζα το κεφάλι μου στο τζάμι της λησμονιάς και ένιωθα ότι επιβιβάστηκα  μέσα σε ένα πλοίο που με τραβούσε προς τα πιο ζοφερά σύννεφα της ζωής. Ήθελα τόσο πολύ να εκτοξευτώ στο σύμπαν, να βρεθώ σε ένα μέρος όπου δεν υπάρχει βροχή, πόνος ή χώρισμός. 


Οι σκέψεις μου έπνιγαν το μυαλό με χίλια κύματα αμφιβολίας. Κι εγώ  από το  φινιστρίνι του πλοίου, παρακολουθούσα το ταξίδι μου ανήμπορος να αντιδράσω.
Τα λιβάδια της Μολδαβίας δεν παράγουν καρπούς πια. Οι λευκοί, απάτητοι βοσκότοποι αποτελούν μόνο ένα μικρό δείγμα της παρακμής.
 Πίσω από το τιμόνι φάνηκε  μια ασαφής σκιά.  Μόνοι μας εγώ και οι ρόδες που έγδερναν τη γη. Κάποτε  η πόρτα άνοιξε.
-        Αχ, αγαπημένε μου εγγονέ, καλώς ήρθες στη βόρεια Μολδαβία! Έφτασες στο σημείο όπου οι Μολδαβοί κρεμούν τον χάρτη της χώρας τους στον τοίχο!, χαμογέλασε ο παππούς, ανοίγοντας τα χέρια του.

Με αγκάλιασε και με φίλησε χίλιες φορές, αλλά εγώ παρέμεινα αδρανής. 
Η δύναμη του ανέμου μας βοηθούσε να ανεβούμε την ανηφοριά. Έριξα μια ματιά στο χωριό. Μόνο κάποιες καμινάδες έριχναν μαντίλια κυματιστών καπνών στον ουρανό. Τα άλλα σπίτια πάγωναν στη μέση της αβύσσου.

Η σιωπή της μοναξιάς έλυσε τα μαλλιά της πάνω από το χωριό. Μόνο μια κλαγγή παπιών ηχούσε από μακριά. Εκεί, είπε ο παππούς, μας προσμένει ζεστό τσάι.

Καθώς άνοιγε την πόρτα, μια ασθενής λάμψη πρόβαλε στην κορυφή της πλαγιάς. Ήταν ο ήλιος που καθρέφτιζε ανάμικτα χρώματα... γαλάζιο, κίτρινο, κόκκινο... γαλάζιο, κίτρινο, κόκκινο...

Μπήκαμε στην αυλή και ένα δασύτριχο σκυλί έτρεξε να μας υποδεχτεί. Το ακολούθησαν τέσσερις χήνες, πέντε πάπιες, δέκα κότες και ένας πετεινός. Στη συνέχεια, ένα γουρούνι, δύο άσπρα πρόβατα και...

Τι με νοιάζουν όλα αυτά τα χαζά ζώα! Το  μυαλό μου σκέπαζε μόνο μια σκέψη που με αλυσόδενε:

-        Παππού μου, να πάμε στο σπίτι του προέδρου και να τον διώξουμε μακριά! Να φέρουμε τους γονείς μου πίσω! Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ!

Μια θλιμμένη σιγαλιά σκέπασε την αυλή. Ακόμα και τα ζώα σταμάτησαν τη συναυλία τους.

-        Μη το ξεχάσεις, παιδάκι μου... Σε όλες τις καταστάσεις στη ζωή, να κρατάς μαζί σου αυτούς τους δύο θησαυρούς:  κουράγιο και ελπίδα, εγγονέ μου, κουράγιο και ελπίδα!

Εξοργίστηκα. Ήμουν σίγουρος πως θα με βοηθήσει, θα με καταλάβει! Προσπάθησε να με αγκαλιάσει, μα εγώ αντιστάθηκα. Απομακρύνθηκα γρήγορα και πήδηξα τον φράχτη. Τα πόδια μου προχωρούσαν χωρίς προορισμό. Τα μονοπάτια τραντάζονταν κάτω από τα πόδια μου.

Όλα γύρω μου βυθίστηκαν σε μια πυκνή ομίχλη και το μόνο που έβλεπα ήταν εκείνη η αναλαμπή. Τα χρώματά της με καλούσαν και με προκαλούσαν με την έντασή τους.

Πλησιάζοντας, ένα μεθυστικό άρωμα με ζάλισε. Βρισκόμουν κάτω από μια φιλύρα με αμέτρητα κλαδιά που χόρευαν στον αέρα. Έμοιαζε με μεγάλο φωτιστικό κρεμασμένο ανάποδα μέσα στη φύση, που  με τη ζέστη του τραβούσε σα μαγνήτης τα «χαμένα» πλάσματα του χωριού. Αποκοιμήθηκα στα πεσμένα φύλλα  δίπλα στον κορμό της. Ένιωθα μέσα μου να με γεμίζει η μοναξιά.

Μια φωνή έκοψε τα αυτιά μου. Δεν ήξερα αν την άκουσα πραγματικά ή αν ήταν ο εφιάλτης  του ονείρου μου. Προσπάθησα να ξυπνήσω. Δεν μπορούσα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά. Οι αυλές, οι δρόμοι, τα μονοπάτια... Όλα ήταν γεμάτα με δέντρα που φώτιζαν το χωριό... Γεμάτα φωτιστικά. Ήταν τόσο ωραία εικόνα! Μόλις την προηγούμενη στιγμή δεν τα  είχα  παρατηρήσει.

Πάλι εκείνη τη φωνή. Ένας ίσκιος απλώθηκε στο έδαφος μπροστά μου. Μια σφεντόνα στα χέρια και σφιγμένα χείλη που φώναζαν: Φωτιά!

 Ένα ξαφνικό χτύπημα ακούστηκε. Κάτι έπεσε στο έδαφος.

Ένα μαύρο φτερό αναδύθηκε από τα φύλλα που θρόιζαν. Έσκυψα κάτω και έψαχνα... Το μικρό κορμί ενός χελιδονιού έτρεμε. Έκπληκτος παρατήρησα το άλλο του φτερό. Ήταν άσπρο. Άσπρο σαν το σύννεφο που θα μπορούσε να με πάρει πάνω από  όλα τα φωτιστικά γύρω μου, σε μια αέναη πορεία χωρίς προορισμό. Ξύπνησα μεμιάς αυτή τη φορά. Σταγόνες αίματος έρρεαν από το άσπρο του φτερό. Και το σύννεφό μου έγινε γκρι.

Το πήρα στην αγκαλιά και το κοίταζα στα μάτια. Δύο κουμπιά που έφεγγαν και με κοίταζαν, σαν να μη κατάλαβαν τι είχε συμβεί, αλλά σα να ένιωθαν ποιος είμαι. Το χελιδόνι με το άσπρο φτερό αφέθηκε απαλά στα χέρια μου κι ήταν έτοιμο  να τρέξουμε στον παππού που σίγουρα είχε τις λύσεις.

Κάπου στη μέση της διαδρομής γύρισα το κεφάλι και πρόσεξα εκείνη τη σκιά που μας κοιτούσε από την κορυφή. Ήταν ένα παιδί, ξεχασμένο και αυτό απ’ τον κόσμο. Το χαιρέτησα. Το ίδιο έκανε κι εκείνο.

Δεν ήξερα πού πρέπει να κατευθυνθώ, έχασα τον προσανατολισμό μου. Πού ακριβώς είναι το καινούριο μου σπίτι; Περιπλανήθηκα. Τι να κάνω τώρα; Τσίριζα, έκλαιγα, φώναζα. Τίποτα. Είχα χαθεί, τώρα που κάθε στιγμή ήταν πολύτιμη, εγώ είχα χαθεί…

Το χελιδόνι κουνιόταν στην αγκαλιά μου. Με δάγκωνε στα δάχτυλά. Πόνεσα! Με δάγκωσε ακόμα μια φορά, ακόμα μια. Σα να μου ζητούσε να ηρεμήσω…
Εντάξει! Θα κλείσω το στόμα μου και θα ακούσω! Πραγματικά, ακούω κάτι. Ναι, ναι, είναι η κλαγγή των παπιών και όλη η συναυλία των ζώων. Ας φύγουμε, χελιδόνι μου, ας τρέξουμε μες από αυτά τα λαμπερά μονοπάτια για να φτάσουμε στον παππού μου, να τραγουδήσουμε χίλιες φορές με το φλάουτο και να σώσουμε τη ζωή σου … τη ζωή μου.
Κουράγιο και ελπίδα, ναι, κουράγιο και ελπίδα!

Το κείμενο γράφει η Χριστίνα Ούρσου

Σάββατο 18 Μαρτίου 2017

Η κάρτα από τη Σλοβακία

Η Αμίρα φαίνεται χαρούμενο και φρόνιμο κορίτσι. Της αρέσει να τραγουδά και θα ήθελε πολύ να παίζει κάποιο μουσικό όργανο. Δεν της αρέσει όμως καθόλου να μιλά για το παρελθόν της και το πρόσωπό της σκοτεινιάζει, όποτε της ζητούν να μιλήσει γι’ αυτό. Μόνο κάποιες φορές γράφει στο ημερολόγιό της για τη ζωή της…
«Κάποια στιγμή πριν το Πάσχα η δασκάλα μάς ζήτησε να γράψουμε ένα κείμενο για την οικογένειά μας και τη χώρα μας. Αυτό ήταν για μένα πολύ δύσκολο˙ ήδη ταξίδευα πολλά χρόνια αλλά ποτέ με ολόκληρη την οικογένειά μου. Πώς λοιπόν να γράψω για όλα αυτά;
Ένα απόγευμα καθόμουν στο δωμάτιό μου, προσπαθώντας να γράψω κάτι στο άδειο χαρτί. Έξω έβρεχε… Ο καιρός εδώ είναι πολύ διαφορετικός απ’ τον ήλιο και τη ζέστη της Δαμασκού! Ξαφνικά άκουσα ένα χτύπημα στο παράθυρο και τότε αντίκρισα ένα χελιδόνι. Ήταν διαφορετικό από όλα όσα είχα δει ως τότε. Είχε σχεδόν άσπρη κοιλιά, γυαλιστερό φτέρωμα και ένα άσπρο φτερό! Πόσο παράξενο ήταν! Άνοιξα το παράθυρο κι εκείνο πέταξε γρήγορα μέσα στο δωμάτιο και κάθισε πάνω στη λάμπα. Το κοίταζα για πολλή ώρα, δεν έκανε την παραμικρή κίνηση. Μόνο στεκόταν εκεί ακίνητο και με κοιτούσε... Κάθισα λοιπόν στο τραπεζάκι κι άρχισα να ζωγραφίζω. Τότε το χελιδόνι μου είπε με ανθρώπινη φωνή: «Αμίρα, εγώ θα σε βοηθήσω να γράψεις για τους δικούς σου και τη Συρία». Για κάποιο λόγο μου φαινόταν γνωστό, αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ από πού. Γι’ αυτό το ρώτησα… «Γνώριζα τη μητέρα σου. Τραγουδούσαμε μαζί το αγαπημένο της τραγούδι. Αν θέλεις, μπορούμε να το τραγουδήσουμε μαζί!». Πράγματι, η μητέρα μου συνήθιζε να με κρατά αγκαλιά και να μου τραγουδά πάντα ένα συγκεκριμένο τραγούδι!
Ξεκινήσαμε να γράφουμε:
“Πριν δυο χρόνια ήμουν ένα ξέγνοιαστο παιδί, που ζούσε με την οικογένειά του στη Δαμασκό. Ο πατέρας μου είχε ένα μαγαζί με μπαχαρικά και η μητέρα μου φρόντιζε τα παιδιά, εμένα και το μικρό αδελφό μου Γιόραμ. Πόσο όμορφα ήταν στη Δαμασκό! Ο ήλιος έλαμπε κι εμείς τα παιδιά παίζαμε χαρούμενα εδώ κι εκεί. Η μητέρα ήταν χαμογελαστή και μας τραγουδούσε. Είχε πολύ γλυκιά φωνή! Αυτή μου έμαθε να αγαπώ τη μουσική.
Ώσπου μια μέρα όλα άλλαξαν. Ξέσπασε αυτός ο φρικτός πόλεμος˙ ποτέ δεν κατάλαβα γιατί… Ο ουρανός γέμισε σφαίρες και βόμβες και ο ήλιος χάθηκε μαζί με το χαμόγελό μας. Η μητέρα σπάνια τραγουδούσε πια. Μια μέρα μια βόμβα έπεσε στην αυλή μας. Μόνο η μητέρα ήταν εκεί. Τρέξαμε, μα ήταν αργά˙ είχε φύγει από κοντά μας! «Γιατί; φώναζα κοιτώντας τον ουρανό, μα δεν έπαιρνα καμιά απάντηση. Μόνο μου φάνηκε πως είδα ένα παράξενο χελιδόνι να πετά πάνω απ’ τα σκονισμένα ερείπια… Μετά το θάνατο της μητέρας, ο πατέρας μου αποφάσισε να φύγουμε όλοι μας από τη Δαμασκό για την Ευρώπη. Έδωσε πολλά χρήματα σε κάτι παράξενους ανθρώπους, που μας υποσχέθηκαν πως θα φτάναμε εκεί χωρίς κίνδυνο.
Το ταξίδι ήταν μακρύ, απαιτητικό και δύσκολο. Διασχίσαμε πολλά χιλιόμετρα, άλλοτε κρυμμένοι σε φορτηγά κι άλλοτε με τα πόδια. Επειδή είχαμε φύγει παράνομα από τη Συρία, έπρεπε να κρυβόμαστε. Φοβόμασταν τόσο πολύ! Από την Τουρκία περάσαμε στην Κω, ένα ελληνικό νησί, μέσα σε κάτι μικρές βάρκες. Λένε πως το Αιγαίο είναι όμορφο˙ εγώ θυμάμαι μονάχα μια θάλασσα που ζητούσε να μας καταπιεί! Εκεί μας βοήθησαν κάποια μέλη ανθρωπιστικών οργανώσεων. Μέναμε σε σκηνές, αλλά ο πατέρας έλεγε ότι δεν πείραζε, γιατί ήμασταν στην Ευρώπη, μακριά από τον πόλεμο. Από ‘κει μας μετέφεραν στα βόρεια σύνορα. Προλάβαμε να περάσουμε στα Σκόπια, όμως εκεί ένας καινούργιος αποχωρισμός με περίμενε: ο μικρός μου αδελφός, ο Γιόραμ, αρρώστησε από αφυδάτωση και πέθανε. Ήταν μόλις πέντε χρονών! Αλλά και ο πατέρας μου δεν φαινόταν καλά˙ έβηχε δυνατά συνέχεια και τις νύχτες δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Μετά έμαθα πως αυτό είναι μια αρρώστια που λέγεται πνευμονία. Πάλεψε, αλλά δεν τα κατάφερε. «Να είσαι γενναία, μωρό μου! Κι εγώ και η μαμά και ο Γιόραμ θα σε’ αγαπάμε πάντα και θα σε προσέχουμε από εκεί ψηλά!», ήταν τα τελευταία του λόγια, λίγο πριν περάσουμε τα σλοβακικά σύνορα.
Έμεινα μόνη, αλλά έπρεπε να συνεχίσω. Του το είχα υποσχεθεί! Κοίταξα τον ουρανο. «Θεέ μου, γιατί να μην είμαι σαν αυτό το χελιδόνι, που σχίζει τον ουρανό;». Και τα κατάφερα! Έφτασα στη Σλοβακία, στη μέση της ειρηνικής Ευρώπης που ονειρευόταν ο πατέρας, και τώρα ζω μαζί με άλλους ανήλικους Σύριους σε έναν Ξενώνα Ασυνόδευτων Μικρών Προσφύγων στη Νίτρα. Είναι όμορφη η Νίτρα και οι άνθρωποι είναι καλοί˙ κανένας δεν ζητά να με σκοτώσει… Αλλά δεν είναι η Δαμασκός κι αυτοί δεν είναι η οικογένειά μου…”».
Η Αμίρα διάβασε την άλλη μέρα στο σχολείο το κείμενο που έγραψαν με το χελιδόνι και πήρε ένα μεγάλο μπράβο από τη δασκάλα της. Όταν τέλειωσε το μάθημα, η δασκάλα, που ήξερε την αγάπη της για τη μουσική, της πρότεινε να αρχίσει μαθήματα τραγουδιού μαζί με κάποια άλλα παιδιά.
Έτσι, η Αμίρα συναντήθηκε με άλλα τέσσερα παιδιά στο μάθημα τραγουδιού της κ. Ελπίδας. Η κ. Ελπίδα ήταν μουσικός και είχε ζήσει πριν πολλά χρόνια στη Συρία. Μάλιστα, ήξερε το τραγούδι που αγαπούσε η μητέρα της Αμίρας. Δυο φορές την εβδομάδα συναντιόνταν τα παιδιά και μάθαιναν να τραγουδούν. Μια μέρα, η Αμίρα παρατήρησε ότι η δασκάλα είχε πάνω στο τραπεζάκι κοντά στο πιάνο μια φωτογραφία με την οικογένειά της˙ είχε δύο παιδιά. Το πρόσωπό της σκοτείνιασε, καθώς συνειδητοποίησε ότι εκείνη δεν είχε πια κανένα δικό της στον κόσμο.
Στο δρόμο για το σπίτι, η Αμίρα είπε στο χελιδόνι: «Βλέπεις, χελιδόνι; Τα άλλα παιδιά έχουν μητέρα, πατέρα, αδέλφια, εγώ όμως δεν έχω κανέναν! Άκουσα πως μερικά παιδιά μαλώνουν και στεναχωρούν τους γονείς τους και δεν εκτιμούν την ελευθερία και την ειρήνη της χώρας τους… Τι να πω εγώ;…». Το χελιδόνι της απάντησε: «Μη φοβάσαι! Όλα θα πάνε καλά! Η ζωή είναι όμορφη!».
Στο τέλος του σχολικού έτους η δασκάλα της μουσικής κάλεσε όλους τους μαθητές της στο σπίτι της. Τα παιδιά ήρθαν, ήπιαν τσάι, έφαγαν γλυκίσματα και έπαιξαν όλα μαζί χαρούμενα. Λίγο αργότερα ήρθε για επίσκεψη μια οικογένεια με ένα μικρό αγοράκι, που είχε πολύ σκούρο δέρμα. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τα άλλα παιδιά να παίξουν μαζί του. Η Αμίρα αναρωτιόταν γιατί το αγοράκι είχε διαφορετικό δέρμα από τους γονείς του. Τότε άκουσε τους γονείς να λένε ότι εκείνη τη μέρα έκλειναν δυο χρόνια από την είσοδο του μικρού αγοριού στην οικογένεια. Οι φυσικοί γονείς του είχαν πεθάνει στον πόλεμο στη Σομαλία, αλλά αυτό είχε ξαναβρεί την αγάπη σε μια καινούργια αγκαλιά.

        Η Αμίρα κοίταξε έξω από το παράθυρο. Το χελιδόνι ήταν εκεί και την κοιτούσε. Τότε ακούστηκε η δασκάλα να παίζει το τραγούδι της Αμίρας στο πιάνο. «Αμίρα, έλα να τραγουδήσεις μαζί μας!». Το χελιδόνι έκανε έναν κύκλο και μετά πέταξε στο διπλανό πάρκο. Η Αμίρα ΔΕΝ ήταν μόνη! Δεν θα ήταν ΠΟΤΕ μόνη!

Με χαρά σας στέλνουμε την κάρτα μας από τη Σλοβακία. Τελικά συγγραφείς είναι δύο φοιτήτριες από την αρχική τετραμελή ομάδα μας, που φοιτούν στο Πανεπιστήμιο Comenius της Μπρατισλάβας:

- Nikola Janková, 1o έτος master στο Τμήμα Σλοβακικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας
- Diana Leitmanová, εξωτερική φοιτήτρια στο Τμήμα Κλασσικών Σπουδών.

Σοφία Χατζηγιαννάκη