Δευτέρα 5 Ιουνίου 2017

Από τη Σλοβακία...

Το χελιδόνι της καρδιάς…

Η Αμίρα φαίνεται χαρούμενο και φρόνιμο κορίτσι. Της αρέσει να τραγουδά και θα ήθελε πολύ να παίζει κάποιο μουσικό όργανο. Δεν της αρέσει όμως καθόλου να μιλά για το παρελθόν της και το πρόσωπό της σκοτεινιάζει, όποτε της ζητούν να μιλήσει γι’ αυτό. Μόνο κάποιες φορές γράφει στο ημερολόγιό της για τη ζωή της…
«Κάποια στιγμή πριν το Πάσχα η δασκάλα μάς ζήτησε να γράψουμε ένα κείμενο για την οικογένειά μας και τη χώρα μας. Αυτό ήταν για μένα πολύ δύσκολο˙ ήδη ταξίδευα πολλά χρόνια αλλά ποτέ με ολόκληρη την οικογένειά μου. Πώς να γράψω για όλα αυτά; Για τη ζωή μου που άλλαξε τόσο ξαφνικά … Για όλους αυτούς που αγαπούσα και χάθηκαν... Για τη μοναξιά που νοιώθω…
Ένα απόγευμα καθόμουν στο δωμάτιό μου, προσπαθώντας να γράψω κάτι στο άδειο χαρτί. Έξω σιγοέβρεχε… Ο καιρός εδώ είναι πολύ διαφορετικός απ’ τον ήλιο και τη ζέστη της Δαμασκού! Ξαφνικά άκουσα ένα χτύπημα στο παράθυρο και τότε αντίκρισα ένα χελιδόνι. Ήταν διαφορετικό από όλα όσα είχα δει ως τότε. Είχε σχεδόν άσπρη κοιλιά, γυαλιστερό φτέρωμα και ένα άσπρο φτερό! Πόσο παράξενο ήταν! Άνοιξα το παράθυρο κι εκείνο πέταξε γρήγορα μέσα στο δωμάτιο και κάθισε πάνω στη λάμπα. Το κοίταζα για πολλή ώρα, δεν έκανε την παραμικρή κίνηση. Μόνο στεκόταν εκεί ακίνητο και με κοιτούσε... Μια παράξενη ζεστασιά πλημμύριζε το δωμάτιο. Παράξενη και συνάμα γνώριμη... Σκεφτόμουν πως κάπου σίγουρα είχα ξαναδεί αυτό το παράξενο πλάσμα, αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ πού…
Κάθισα στο τραπεζάκι κι άρχισα να ζωγραφίζω. Τότε το χελιδόνι μού είπε με ανθρώπινη φωνή: «Αμίρα, μη φοβάσαι, δεν είσαι μόνη! Εγώ θα σε βοηθήσω να γράψεις για τους δικούς σου και τη Συρία». Ήξερε το όνομά μου! Από πού; Κι αυτή η φωνή είχε κάτι το οικείο, κάτι απ’ τα όμορφα, ξέγνοιαστα χρόνια στην πατρίδα… Γι’ αυτό το ρώτησα: «Πώς γίνεται να με ξέρεις;». «Γνώριζα τη μητέρα σου. Τραγουδούσαμε συχνά μαζί το αγαπημένο της τραγούδι. Αν θέλεις, μπορούμε να το τραγουδήσουμε μαζί!» μου απάντησε κι άρχισε να τραγουδά ένα γλυκό, μελωδικό τραγούδι, που συνήθιζε να τραγουδά η μητέρα μου, όταν με κρατούσε στην αγκαλιά της!
Ξεκινήσαμε να γράφουμε:
“Πριν δυο χρόνια ήμουν ένα ξέγνοιαστο παιδί, που ζούσε με την οικογένειά του στη Δαμασκό. Ο πατέρας μου είχε ένα μαγαζί με μπαχαρικά και η μητέρα μου φρόντιζε τα παιδιά, εμένα και το μικρό αδελφό μου Γιόραμ. Πόσο όμορφα ήταν στη Δαμασκό! Ο ήλιος έλαμπε κι εμείς τα παιδιά παίζαμε χαρούμενα εδώ κι εκεί. Η μητέρα ήταν χαμογελαστή και συχνά μας τραγουδούσε. Είχε τόσο γλυκιά φωνή! Αυτή μου έμαθε να αγαπώ τη μουσική.
Ώσπου μια μέρα όλα άλλαξαν. Ξέσπασε αυτός ο φρικτός πόλεμος˙ ποτέ δεν κατάλαβα γιατί… Ο ουρανός γέμισε σφαίρες και βόμβες και ο ήλιος χάθηκε μαζί με το χαμόγελό μας. Η μητέρα σπάνια τραγουδούσε πια. Μια μέρα μια βόμβα έπεσε στην αυλή μας. Μόνο η μητέρα ήταν εκεί. Τρέξαμε, μα ήταν αργά˙ είχε φύγει από κοντά μας! «Γιατί; φώναζα κοιτώντας τον ουρανό, μα δεν έπαιρνα καμιά απάντηση. Μόνο μου φάνηκε πως είδα ένα παράξενο μικρό πουλί να πετά πάνω απ’ τα σκονισμένα ερείπια… Ήταν ένα χελιδόνι! Έκανε κύκλους από πάνω μου, σαν να ήθελε κάτι να μου πει, σαν να ήθελε να το κοιτάξω…
Μετά το θάνατο της μητέρας, ο πατέρας μου αποφάσισε να φύγουμε όλοι μας από τη Δαμασκό για την Ευρώπη. Έδωσε πολλά χρήματα σε κάτι παράξενους ανθρώπους, που μας υποσχέθηκαν πως θα φτάναμε εκεί χωρίς κίνδυνο. Το ταξίδι ήταν μακρύ, απαιτητικό και δύσκολο. Διασχίσαμε πολλά χιλιόμετρα, άλλοτε κρυμμένοι σε φορτηγά κι άλλοτε με τα πόδια. Επειδή είχαμε φύγει παράνομα από τη Συρία, έπρεπε να κρυβόμαστε. Φοβόμασταν τόσο πολύ! Συχνά διψούσαμε και πεινούσαμε. Από την Τουρκία περάσαμε στην Κω, ένα ελληνικό νησί, μέσα σε κάτι μικρές βάρκες. Λένε πως το Αιγαίο είναι όμορφο˙ εγώ θυμάμαι μονάχα μια θάλασσα που ζητούσε να μας καταπιεί! Εκεί μας βοήθησαν κάποια μέλη ανθρωπιστικών οργανώσεων. Μέναμε σε σκηνές, αλλά ο πατέρας έλεγε ότι δεν πείραζε, γιατί ήμασταν στην Ευρώπη, μακριά από τον πόλεμο. Από ‘κει μας μετέφεραν στα βόρεια σύνορα. Προλάβαμε να περάσουμε στα Σκόπια, όμως εκεί ένας καινούργιος αποχωρισμός με περίμενε: ο μικρός μου αδελφός, ο Γιόραμ, αρρώστησε από αφυδάτωση και πέθανε. Ήταν μόλις πέντε χρονών!
Θυμάμαι είχαμε σταματήσει τη νύχτα σ΄ένα ερειπωμένο σπίτι στην Πρίστινα της Σερβίας. Ο Γιόραν δεν μπορούσε πια να μας ακολουθήσει. Ήταν πολύ αδύναμος, αυτός που δεν κουραζόταν ποτέ να τρέχει στην αυλή του σπιτιού μας στη Δαμασκό… Κοίταζα άφωνη το άψυχο κορμάκι του και σκεφτόμουν αν θα τέλειωναν ποτέ τα βάσανά μας, αν ήταν δίκαιο όλο αυτό που περνούσαμε … όταν αισθάνθηκα ένα ελαφρό αεράκι στον ώμο μου. Πριν καλά-καλά το καταλάβω, είδα ένα χελιδόνι να περνά δίπλα μου και να πετά πάλι ψηλά. Ναι, πρέπει να ήταν το ίδιο που είχα δει στη Δαμασκό εκείνη τη φοβερή μέρα που έχασα τη μητέρα μου! Τι παράξενο, το ένα του φτερό ήταν άσπρο!
Συνεχίσαμε την πορεία μας προς το Βορρά… Ο πατέρας όμως δεν ήταν καλά˙ έβηχε δυνατά συνέχεια και τις νύχτες δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Μετά έμαθα πως αυτό είναι μια αρρώστια που λέγεται πνευμονία. Πάλεψε, αλλά δεν τα κατάφερε. Λίγο πριν τα σλοβακικά σύνορα, μια δυνατή κρίση του έκοψε την ανάσα. «Να είσαι γενναία, μωρό μου! Κι εγώ και η μαμά και ο Γιόραμ θα σ’ αγαπάμε πάντα και θα σε προσέχουμε από εκεί ψηλά!», ήταν τα τελευταία του λόγια. Αυτό ήταν λοιπόν! Έμεινα μόνη! Πώς θα μπορούσα να συνεχίσω; Ήξερα πως η Σλοβακία θα ήταν ίσως το τέλος αυτού του φοβερού δρόμου, αλλά δεν είχα άλλη δύναμη. «Να είσαι γενναία!» Μα πώς; Αισθανόμουν τόσο μόνη κι αδύναμη! Κάθισα και κοίταζα τα χωράφια που απλώνονταν γύρω μου, όταν κάποια στιγμή το βλέμμα μου σταμάτησε στο κλαδί ενός δέντρου… Το παράξενο χελιδόνι με το άσπρο φτερό ήταν εκεί, μόνο που τώρα δεν πετούσε˙ στεκόταν κουρνιασμένο, σαν να μην είχε δύναμη να συνεχίσει το ταξίδι του… «Κακόμοιρο! Ούτε εσύ μπορείς πια να συνεχίσεις…», του είπα, όμως τότε – μόλις άκουσε αυτά τα λόγια – άρχισε να κουνά δειλά στην αρχή τα φτερά του και μετά πιο δυνατά, μέχρι που τελικά κατάφερε να πετάξει ψηλά! «Να είσαι γενναία!». Θα είμαι! Θα περάσω τα σύνορα, πατέρα, σου το υπόσχομαι!
Και τα κατάφερα! Έφτασα στη Σλοβακία, στη μέση της ειρηνικής Ευρώπης που ονειρευόταν ο πατέρας μου για μας, και τώρα ζω μαζί με άλλους ανήλικους Σύριους σε έναν Ξενώνα Ασυνόδευτων Μικρών Προσφύγων στη Νίτρα. Είναι όμορφη η Νίτρα και οι άνθρωποι είναι καλοί˙ κανένας δεν ζητά να με σκοτώσει… Αλλά δεν είναι η Δαμασκός κι αυτοί δεν είναι η οικογένειά μου…”».
Η Αμίρα διάβασε την άλλη μέρα στο σχολείο το κείμενο που έγραψαν με το χελιδόνι και πήρε ένα μεγάλο μπράβο από τη δασκάλα της. Όταν τέλειωσε το μάθημα, η δασκάλα, που ήξερε την αγάπη της για τη μουσική, της πρότεινε να αρχίσει μαθήματα τραγουδιού μαζί με κάποια άλλα παιδιά. Έτσι, η Αμίρα συναντήθηκε με άλλα τέσσερα παιδιά στο μάθημα τραγουδιού της κ. Ελπίδας. Η κ. Ελπίδα ήταν μουσικός και είχε ζήσει πριν πολλά χρόνια στη Συρία. Μάλιστα, ήξερε το τραγούδι που αγαπούσε η μητέρα της Αμίρας και συχνά την κρατούσε μετά το μάθημα και το τραγουδούσε μαζί της. Δυο φορές την εβδομάδα συναντιόνταν τα παιδιά και μάθαιναν να τραγουδούν.
Μια μέρα, η Αμίρα παρατήρησε ότι η δασκάλα είχε πάνω στο τραπεζάκι κοντά στο πιάνο μια φωτογραφία με την οικογένειά της˙ είχε δύο παιδιά. Το πρόσωπό της σκοτείνιασε, καθώς συνειδητοποίησε ότι εκείνη δεν είχε πια κανένα δικό της στον κόσμο. «Είναι ο άντρας μου και τα παιδιά μου», της είπε η δασκάλα, χαϊδεύοντάς της απαλά το κεφάλι. «Είναι πολύ όμορφα! Είχα κι εγώ έναν αδερφό… και δυο γονείς… μα μου τους πήρε ο πόλεμος». Η κ. Ελπίδα με πήρε στην αγκαλιά της: « Αμίρα, η ζωή δεν σταματά ποτέ, ούτε και η αγάπη. Σου το υπόσχομαι!».  Ήταν πολύ όμορφα τα λόγια της δασκάλας και η αγκαλιά της τόσο ζεστή! Όμως δεν έδιωξαν εντελώς τις κακές σκέψεις απ’ το μυαλό της Αμίρας. Στο δρόμο για το σπίτι είπε στο χελιδόνι: «Βλέπεις, χελιδόνι; Τα άλλα παιδιά έχουν μητέρα, πατέρα, αδέλφια, εγώ όμως δεν έχω κανέναν! Άκουσα πως μερικά παιδιά μαλώνουν και στεναχωρούν τους γονείς τους και δεν εκτιμούν την ελευθερία και την ειρήνη της χώρας τους… Τι να πω εγώ;…». Το χελιδόνι της απάντησε: «Μη φοβάσαι! Όλα θα πάνε καλά! Η ζωή είναι όμορφη! Τα πράγματα θα αλλάξουν, θα δεις! ».
Στο τέλος του σχολικού έτους η δασκάλα της μουσικής κάλεσε όλους τους μαθητές της στο σπίτι της. Τα παιδιά ήρθαν, ήπιαν τσάι, έφαγαν γλυκίσματα και έπαιξαν όλα μαζί χαρούμενα. Λίγο αργότερα ήρθε για επίσκεψη μια οικογένεια με ένα μικρό αγοράκι, που είχε πολύ σκούρο δέρμα. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τα άλλα παιδιά να παίξουν μαζί του. Η Αμίρα αναρωτιόταν γιατί το αγοράκι είχε διαφορετικό δέρμα από τους γονείς του. Τότε άκουσε τους γονείς να λένε ότι εκείνη τη μέρα έκλειναν δυο χρόνια από την είσοδο του μικρού αγοριού στην οικογένεια. Οι φυσικοί γονείς του είχαν πεθάνει στον πόλεμο στη Σομαλία, αλλά αυτό είχε ξαναβρεί την αγάπη σε μια καινούργια αγκαλιά.
        Η Αμίρα κοίταξε έξω από το παράθυρο. Το χελιδόνι ήταν εκεί και την κοιτούσε. Τότε ακούστηκε η δασκάλα να παίζει το τραγούδι της Αμίρας στο πιάνο. «Αμίρα, έλα να τραγουδήσεις μαζί μας!» της φώναξε ο μικρός γιος της δασκάλας, τραβώντας την απ’ το χέρι μαζί με την αδερφή του.
Όταν έφυγαν τα άλλα παιδιά, η Αμίρα έμεινε τελευταία˙ της το είχε ζητήσει η κ. Ελπίδα. Είχε κουρνιάσει με τα δυο παιδιά της δασκάλας στον καναπέ, όταν ήρθε κι εκείνη με τον άντρα της και αγκάλιασαν και τα τρία παιδιά μαζί. «Λοιπόν, Αμίρα, ακόμα αισθάνεσαι μόνη;» τη ρώτησε. «Όχι τόσο, κ. Ελπίδα. Ξέρω πως μ’ αγαπάτε και σας αγαπώ κι εγώ πολύ. Κάθε φορά που είμαι εδώ, είναι σαν να γυρίζω στο σπίτι μου…». «Δεν θα ήθελες να μείνεις για πάντα σ’ αυτό το σπίτι; Να γίνεις παιδί μας και να αρχίσεις μια καινούργια, ήρεμη ζωή;». «Ναι, Αμίρα, μείνε μαζί μας! Σ’ αγαπάμε!», φώναξαν τα δυο παιδιά και την αγκάλιασαν σφιχτά.
Στο δρόμο για τον Ξενώνα η Αμίρα σκεφτόταν τα λόγια της δασκάλας. Μια ήρεμη ζωή, γεμάτη αγάπη… μια καινούργια οικογένεια… ένα πραγματικό σπίτι… Μπήκε στο δωμάτιό της και άνοιξε το παράθυρο. Το χελιδόνι με το άσπρο φτερό την περίμενε στο περβάζι. «Πώς πέρασες σήμερα; Γιατί είσαι σκεφτική;» τη ρώτησε. Η Αμίρα του είπε για τη δασκάλα. Ήταν δυνατόν να ξεχάσει και να ξαναρχίσει από την αρχή;
«Η ζωή δεν σταματά ποτέ, ούτε κι η αγάπη, καρδιά μου! Κι αυτοί οι άνθρωποι σ’ αγαπούν πραγματικά. Δεν θα ξεχάσεις ποτέ, αλλά θα συνεχίσεις να μοιράζεσαι την αγάπη, μαζί τους! Αυτό θα ήθελαν οι δικοί σου!». Αυτά τα λόγια έμοιαζαν τόσο με τα λόγια που της είχε πει κάποτε η μητέρα της στη Δαμασκό, όταν άρχισε ο πόλεμος! Κι αυτή η γλυκιά, γνώριμη φωνή… «Να είσαι χαρούμενη, μωρό μου, και να αγκαλιάζεις τους ανθρώπους που σ’ αγαπάνε! Αυτό θέλουμε ο πατέρας σου, ο αδερφό σου κι εγώ. Κι εμείς θα σε προσέχουμε πάντα από εκεί ψηλά και θα ζούμε βαθιά στην καρδιά σου!» είπε το χελιδόνι και φτερούγισε ψηλά. Έκανε τρεις κύκλους στον ουρανό πάνω από το παράθυρο της Αμίρας κι έπειτα πέταξε μακριά…

«Στο υπόσχομαι, μανούλα! Το υπόσχομαι και στους τρεις σας!» του φώναξε η Αμίρα, καθώς ο αέρας έκλεινε το παράθυρο. Η Αμίρα ΔΕΝ ήταν μόνη, δεν ήταν ΠΟΤΕ μόνη! Και τώρα καλημέριζε μια ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ζωή! 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εδώ μπορείτε να προσθέσετε το σχόλιο σας. Προσέχουμε τα σχόλια μας να τηρούν τον κώδικα δεοντολογίας.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.