Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

Από τις τηλεδιασκέψεις μας...

Σας ευχαριστούμε πολύ για τη συμμετοχή σας στις τηλεδιασκέψεις. Πάνω απ' όλους ευχαριστούμε τους φοιτητές και τις φοιτήτριες που συμμετείχαν τόσο ενεργά!


Η προσπάθειά τους ήταν αξιέπαινη και ξεπερνώντας οποιεσδήποτε αναστολές  και δυσκολίες παρέμειναν στις θέσεις τους και συμμετείχαν γόνιμα.



ΣΚΥΤΑΛΟΔΡΟΜΙΑ-ΤΗΛΕΔΙΑΣΚΕΨΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΟΙΤΗΤΕΣ from Tamisoglou Chrysoula on Vimeo.
Ανανεώνουμε το ραντεβού μας σε περίπου ένα μήνα από τώρα.

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

Η κάρτα από τη Ρουμανία μόλις έφτασε!!


              [...] Και να και άλλη κάρτα, αυτή τη φορά  από τη Ρουμανία! Η Φαουζέγια την ανοίγει με μεγάλη περιέργεια και ανυπομονησία και αρχίζει να διαβάζει:



               Αγαπημένη μου Φαουζέγια,

      Με λένε Ζαμφίρα, είμαι 12 χρονών και ζω στη Viişoara, ένα όμορφο χωριό στη Β.Α. Ρουμανία, σε ένα αγροτόσπιτο, μαζί με τα δύο αδέλφια μου, τον μπαμπά μου και τη γιαγιά μου. Το χελιδόνι το συνάντησα πριν από λίγες μέρες στη σοφίτα του αχυρώνα μας! Εκείνη τη μέρα τη θυμάμαι πολύ καλά, γιατί ήμουν πολύ στενοχωρημένη με ένα πρόβλημα που είχα στο σχολείο. Πολλές φορές τον τελευταίο καιρό καταφεύγω εδώ πάνω,  γιατί εδώ  με περιμένουν οι φίλοι μου και οι ήρωές μου που τους βρίσκω πάντα μέσα στα βιβλία...Εδώ βρίσκω παρηγοριά...Όμως την ημέρα εκείνη η θλίψη μου δεν έλεγε να υποχωρήσει. Δεν μπορούσα να διαβάσω και απλά ήθελα να κοιτάξω τον ουρανό μέσα από μια χαραμάδα που είχε η σοφίτα μας. Τότε είδα το χελιδόνι. Μόλις άρχισα να το περιεργάζομαι, με ρώτησε ξαφνικά:

- «Γιατί κλαις, όμορφό μου κοριτσάκι; »

- «Γιατί μου λείπει πολύ η μαμά μου», του απάντησα. «Εσύ όμως τι ψάχνεις εδώ ακόμα; χειμώνιασε πια.»

               - «Αυτό το άσπρο φτερό που βλέπεις δεν είναι το μόνο πράγμα που με κάνει διαφορετικό. Αποφάσισα να μη ψάξω κι εγώ, όπως οι υπόλοιποι, την άνοιξη, αλλά να προσπαθήσω να βρω διάφορα παιδιά σαν κι εμένα και να γίνουμε φίλοι».

               -«Και πώς  με  βρήκες;»

               -«Θα σου πω! Καθώς πετούσα για αρκετή ώρα και παρόλη την κούρασή μου, ένιωθα μία περίεργη χαρά μέσα μου. Ήταν από τα τραγούδια και τα γέλια που συνεχώς έβρισκαν δρόμο προς τον ουρανό  τις τελευταίες ώρες. Κοίταξα πιο προσεκτικά προς τα κάτω. Πολλά δάση κάλυπταν αυτήν τη παγωμένη γη και πού και πού κάποιες πολιτείες η κάποια χωριουδάκια ξεπρόβαλλαν μέσα από αυτά. Όσο πιο φτωχικά ήταν τα μέρη, τόσο πιο πολλά τραγούδια και γέλια ακούγονταν. Τότε θυμήθηκα μια παρέα μεταναστών που είχα συναντήσει πιο παλιά στην Ελλάδα. Ήταν το γέλιο τους που μου είχε τραβήξει την προσοχή και γι’αυτό είχα πάει να καθίσω στο δέντρο που σκίαζε τον πάγκο γύρω απ΄τον οποίο είχε μαζευτεί η παρέα. Μιλούσαν πολύ για την πατρίδα τους, για την Ρουμανία. Κατάλαβα από τις κουβέντες τους πως ο λαός τους έμαθε μες’ απ΄τις πολλές δυσκολίες που πέρασε ότι το γέλιο και το τραγούδι επουλώνουν με τον καλύτερο τρόπο τις πληγές της ψυχής. Έλεγαν επίσης και για τα παιδιά που είχαν αφήσει  πίσω τους στη Ρουμανία όσοι είχαν φύγει από εκεί σε άλλες χώρες, για να μπορέσουν να προσφέρουν μια καλύτερη ζωή στην οικογένειά τους.  Με το που θυμήθηκα λοιπόν αυτήν την παρέα, κατάλαβα πως πλέον πετούσα πάνω απ’τη Ρουμανία!!  Σκοπός μου ήταν να βρω ένα παιδί που να χρειάζεται παρηγοριά και καθώς έψαχνα, είδα σ’ένα μικρό περβάζι πολλά ψίχουλα. Αποφάσισα να φάω πρώτα, γιατι η φύση δεν έχει πολλά να μου προσφέρει τώρα. Έτσι σε είδα λίγα λεπτά πριν».

               Ήδη είχα ξεχάσει  λίγο τον καημό μου με αυτά που μου έλεγε το πουλί.

               -«Πού είναι η μαμα σού;» με ρώτησε μετά.

               -«Χμ, φαίνεται πως είμαι ένα απο εκείνα τα παιδιά για τα οποία μιλούσαν εκείνοι οι Ρουμάνοι μετανάστες», του είπα. «Η μαμά μου έφυγε πριν ένα χρόνο στην Ιταλία, για να δουλέψει, γιατί η οικογένειά μας περνούσε όλο και πιο δύσκολα οικονομικά. Αποκτήσαμε καινούργιο αδελφάκι που μας έκανε πολύ χαρούμενες εμένα και την μικρότερη αδελφή μου,  αλλά οι γονείς μας ζορίζονταν κάθε μέρα και πιο πολύ για να βγάλουμε το ψωμί μας. Ο μπαμπάς μου είχε απελπιστεί  πια να ψάχνει  και να μη βρίσκει δουλειά. Όταν ο μικρούλης έγινε ενός έτους, η μαμά βρήκε δουλειά στην Ιταλία και έφυγε αφήνοντάς μας με την γιαγιά που μένει μαζί μας.  Η καημένη είναι άρρωστη και κουράζεται πολύ με τόσες δουλειές που της έμειναν από την μαμά. Εγώ την βοηθάω όσο μπορώ, αλλά έχω και το σχολείο μου και ο μπαμπάς πίνει πολύ απο τότε που έφυγε η μαμά και πάει και κλείνεται συνέχεια στην καλοκαιρινή κουζινούλα μας που βρίσκεται  στο βάθος της αυλής μας. Ποτέ δεν μπορώ να συζητήσω με κανέναν τους... Σήμερα, όταν πήγα να μιλήσω με την γιαγιά, αυτη ήταν τοσο αγχωμένη, για να τα έχει όλα έτοιμα, που δεν μπορούσε να με ακούσει. Ξέχασε και να με ρωτήσει αν πεινάω και με έστειλε να κάνω τα μαθήματά μου, για να έρθω μετά να την βοηθήσω, γιατί δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνη της.  Τον μπαμπά τον είδα να μπαίνει στην κουζινούλα παραπατώντας και χτυπώντας πίσω του την πόρτα... Μου λείπουν οι συμβουλές του, μου λείπει  η προστασία του...

Στο σχολείο σήμερα, σε ένα διάλειμμα, κάποια αγόρια από μια μεγαλύτερη τάξη άρχισαν πάλι να με πειράζουν και να με κοροϊδεύουν. Πρέπει να σου πω ότι τον τελευταίο καιρό συνεχώς μου δημιουργούν προβλήματα και με πειράζουν οι συμμαθητές μου! Ευτυχώς όμως που ο ΑντρεΪ, ένα  συμπαθητικό, γαλανομάτικο αγόρι, δύο χρόνια μεγαλύτερό μου, που τον τελευταίο καιρό μου χαμογελάει  κάθε φορά που με αντικρίζει, πήρε το μέρος μου και στο τέλος υποχώρησαν. Παρόλα αυτά εγώ νιώθω τόσο μόνη και πληγωμένη! Στον μπαμπά μου πια δεν μπορώ να μιλήσω, για να με συμβουλεύσει και να με προστατεύσει, όπως έκανε παλιά. Την μαμά δεν θέλω να την πάρω τηλέφωνο, για να μην την στεναχωρήσω εκεί που είναι μακριά.»

               Του έλεγα όλα αυτά και η καρδιά μου λίγο  ξαλάφρωσε, γιατι είχα κάπου να τα πω τουλάχιστον. Δεν φανταζόμουν πως θα με βοηθούσε κιόλας!  Ήρθε κοντά στο τραπέζι μου και έκανε μια πιρουέτα, λέγοντάς μου πως ξέρει τι θα κάνει, για να με βοηθήσει:

               -«Έχω μια ιδέα!! Πιάσε δύο χαρτάκια και γράψε πάνω αυτά που θες να πεις στoν μπαμπά και τη γιαγιά σου. Η θλίψη και οι έγνοιες τους τύφλωσαν. Αν όμως δουν αυτήν την ασυνήθιστη και ευγενική κίνηση από εσένα, σιγουρα θα τους τραβήξει την προσοχή! Θα πάω να τους τα δώσω εγώ!»

               Ενθουσιάστηκα πολύ με την ιδέα και έγραψα γρήγορα ό,τι κουβαλούσα μέσα στην ψυχή μου.

               Το χελιδόνι τα πήρε στο ράμφος του και το επόμενο πρωί χτύπησε το παράθυρο του καθενός, περιμένοντας απέξω με το  σημείωμα. Είχε δίκιο. Και οι δύο ξαφνιάστηκαν με το θέαμα και έπιασαν αμέσως τα γράμματα και τα διαβάσανε. Ήρθαν και με αγκάλιασαν και ένιωσα τη χαρά που είχα ένα χρόνο  να νιώσω!!

Ο μπαμπάς ήρθε στο σχολείο μετά για να μιλήσει με τον δάσκαλό μου. Το απόγευμα φτιάξαμε μαζι με την αδελφούλα μου και με την γιαγιά κεκάκια και τραγουδήσαμε τα παλιά, αγαπημένα της τραγούδια, ενώ ο μπαμπάς έπαιζε με τον μικρούλη. Θα ήταν μια τέλεια μέρα αν  ήταν εκεί και η μαμά. Μια ελπίδα όμως πως θα ξαναγίνουμε μια ευτυχισμένη οικογένεια άνθησε μέσα στην καρδιά μου.

Το χελιδόνι μας κοίταξε απέξω. Βγήκα κι εγώ και τότε μου είπε  οτι πρέπει να φύγει, γιατί σίγουρα τον χρειαζόταν και άλλο παιδί. Αποχαιρετιστήκαμε και τον είδα να απομακρύνεται και να χάνεται στον ουρανό.

Ελπίζω να τον δεις και εσύ ξανά!



Με πολλή αγάπη,

Η Ζαμφίρα

Λεκτοράτο Νεοελληνικών Σπουδών
Παν/μίου AL.I.CUZA του Ιασίου
   Φοιτητές 
 Elena Vasiliu(B2)
 Gabriel Pistea(B2)
Victor Florea(B2)
Laura-Ioana Tirnovanu(Γ2)

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΙΔΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΙΒΒΥ-ΚΥΚΛΟΣ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ


Η Βιβλιοθήκη και το Κέντρο Τεκμηρίωσης με θέμα "Μετανάστευση-Προσφυγιά" που δημιουργήσαμε στο πλαίσιο της Σκυταλοδρομίας μας είναι πλέον υπό την αιγίδα του Ελληνικού Τμήματος της ΙΒΒΥ-Κύκλος Ελληνικού Παιδικού  Βιβλίου!

Το Διοικητικό Συμβούλιο μας έστειλε σχετική επιστολή παραχωρώντας μας τα λογότυπα του τμήματος καθώς και 20 τίτλους βιβλίων σε πολλαπλά αντίτυπα για την ενίσχυσή τους.

Ευχαριστούμε θερμά και το Ελληνικό Τμήμα της ΙΒΒΥ-Κύκλος Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου αλλά και όλους τους συγγραφείς οι οποίοι προσέφεραν τα βιβλία τους.

Παραθέτουμε τους τίτλους που πολύ σύντομα θα παραλάβουμε και θα έχετε τη δυνατότητα να δανειστείτε:

ΔΩΡΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΙΒΒΥ
ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΚΑΙ ΚΕΝΤΡΟ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ  -  ΜΑΡΙΟΥΠΟΛΗ

1.                   ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΜΙΡ , ΑΝΝΑ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ  (3)
2.                   ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΠΑΤΡΙΔΑ, ΛΟΤΗ ΠΕΤΡΟΒΙΤΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ  (4)
3.                   ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΝΑΥΤΙΚΑ, ΕΛΕΝΗ ΔΙΚΑΙΟΥ  (3)
4.                   ΤΟ ΔΙΠΛΟ ΤΑΞΙΔΙ, ΛΙΤΣΑ ΨΑΡΑΥΤΗ  (3)
5.                   ΤΟ ΚΙΤΡΙΝΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΓΙ ΑΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΛΩΤΗΣ  (3)
6.                   ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΜΕ ΤΗ ΒΑΛΙΤΣΑ, ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ  (3)
7.                   ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΠΟΥ ΚΡΥΩΝΕ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΛΩΤΗΣ  (3)
8.                   ΚΑΦΕ ΑΗΔΙΑΣΤΙΚΟ ΜΠΑΛΑΚΙ, ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ  (3)
9.                   ΕΤΟΙΜΟΣ ΑΠΟ ΚΑΙΡΟ, ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ  (3)
10.               ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΓΩΝΨΑΡΟΥΛΗ, ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ  (3)
11.               ΜΑΡΙΑΝΝΑ, ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΠΕΤΑΕΙ, ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ  (3)
12.               ΚΙ ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΟΥΝ, ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ  (3)
13.               ΤΟ ΓΙΑΤΙ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ, ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ  (3)
14.               ΦΟΥΜ, ΦΟΥΜ , ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΟΥΛΟΥ  (3)
15.               ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΑΠΟ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ, ΛΟΤΗ ΠΕΤΡΟΒΙΤΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ  (4)
16.               ΕΓΩ ΣΤΗΝ ΑΠΑΙΡΕΣΗ ΕΙΜΑΙ ΦΡΩΤΟΣ, ΑΝΝΑ ΚΩΣΤΑΛΛΑ  (3)
17.               ΜΕ ΛΕΝΕ ΠΡΟΜΙΣ, ΕΛΕΝΑ ΑΡΤΖΑΝΙΔΟΥ  (1)
18.               ΠΑΤΡΙΔΕΣ ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΕΣ , ΕΛΕΝΑ ΑΡΤΖΑΝΙΔΟΥ  (1)
19.               Ο ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛ, ΓΙΩΤΑ ΦΩΤΟΥ  (3)

20.               TO ΣΑΝΤΑΛΑΚΙ, ΕΛΕΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ  (3)

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2017

Σχόλιο του συγγραφέα

Με γέμισαν χαρά τα κείμενα που έχετε στείλει. Χαρά για τη συμμετοχή, χαρά για το ότι η ιστορία μου σας προκάλεσε το ενδιαφέρον, χαρά για την ευαίσθητη ματιά σας! 

Η Τέχνη του λόγου θέλει έμπνευση, σκληρή δουλειά και πολλές προσπάθειες. Γιατί όπως ο ζωγράφος με τα χρώματα και ο συνθέτης με τις νότες, έτσι και ο λογοτέχνης με τις λέξεις, χρειάζεται να τις παιδέψει και να τον παιδέψουν. 

Λογοτεχνικό δεν είναι ένα κείμενο που έχει μια ωραία ιδέα. Σημασία έχει πως η ωραία ιδέα διατυπώνεται με τις λέξεις. Για αυτό και ένα κείμενο θέλει πολλή επεξεργασία, πολλές γραφές, πολλές δοκιμές για να καταλήξει ο δημιουργός του ποια λέξη ταιριάζει πού.

Σας προτείνω, αφού πέρασε ένα εύλογο διάστημα από την πρώτη γραφή, να ξαναγυρίσετε στα κείμενά σας και να τα επεξεργαστείτε ξανά. Θα βρείτε ποιες λέξεις είναι περιττές, που χρειάζεται οικονομία λόγου, που πρέπει να χρησιμοποιήσετε μικρότερες προτάσεις και που ισορροπεί κάθε λέξη καλύτερα. 

Αν αυτή η διαδικασία σας γεμίζει απόλαυση τότε έχετε ανακαλύψει το μυστικό όλων των συγγραφέων. Γιατί είναι μεγάλη η χαρά που δίνει το παιχνίδι με τις λέξεις. Ελπίζω να το χαρείτε κι εσείς. 

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017

Η Σερβία είναι μια χώρα με πλούσια κινηματογραφική παράδοση, τόσο ως μέρος της πρώην Γιουγκοσλαβίας, όσο και ως ανεξάρτητο κράτος. Σας προτείνω μερικές ταινίες, όχι μόνο από τη Σερβία, σχετικές με τις δύσκολες ώρες που πέρασε η περιοχή αυτή.. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές που αποδεικνύουν το μοναδικό ταπεραμέντο αυτού του λαού..Και φυσικά δεν αναφέρομαι μόνο σε ταινίες του Εμίρ Κουστουρίτσα..Εδώ σας παραθέτω κι ένα λινκ για όποιον ενδιαφέρεται..


καθώς και μία χαρακτηριστική για το χαρακτήρα των Σέρβων της εποχής μας.


Ταινίες σχετικές με τον πόλεμο στο Κόσοβο...







Ταινίες σχετικές με τον πόλεμο στη Βοσνία...












Ταινία σχετική με το βομβαρδισμό του Βελιγραδίου...




Να'μαστε κι εμείς...

Πώς φτάσαμε ως το "Άσπρο φτερό στην Άσπρη πόλη"

Όταν ενημερώθηκα μέσω μέιλ για το σχετικό πρότζεκτ κι αφού πήρα άδεια από την προϊσταμένη του Τμήματος, ενημέρωσα σχετικά τους φοιτητές, οι οποίοι πρέπει να ομολογήσω ότι στην πλειοψηφία τους δεν πέταξαν και τη σκούφια τους. Για να ενημερωθούν καλύτερα προώθησα το μέιλ. 

Μετά από λίγες εβδομάδες, τελικά δήλωσαν συμμετοχή οι φοιτητές τους οποίους και έχω αναφέρει στο σχετικό ποστ. Μετά την πρώτη μας τηλεδιάσκεψη με τον κύριο Ηλιόπουλο, συναντηθήκαμε κι εμείς στη Σχολή, όπου μέσω του διαδραστικού, τους έδειξα τόσο την αρχική σκυτάλη όσο και τα βιντεάκια του συγγραφέα. 

Εκεί ξεκίνησαν και οι πρώτες απορίες αλλά και οι πρώτες ιδέες. Απορίες σχετικές με το χρονοδιάγραμμα, την έκταση του κειμένου και άλλες αναφορικά με τις οδηγίες του κυρίου Ηλιόπουλου. Μετά από αυτές οι φοιτητές άρχισαν να φανερώνουν τις ιδέες τους αλλά και τον ενθουσιασμό τους. Αμέσως συμφωνήθηκε μεταξύ τους ότι η ιστορία θα σχετίζεται με το Κόσοβο. Προκειμένου να τους βοηθήσω στην ανάπτυξη των ιδεών τους πρότεινα και μια σχετική ταινία. Συμφωνήσαμε τέλος στο πώς θα οργανωθούμε, δημιουργώντας ομάδα στο facebook και στο google mail και κανονίσαμε την πρώτη μας συνάντηση λίγο πριν τα Χριστούγεννα. 

Εκεί τα παιδιά ήρθαν φορτωμένα ιδέες και κάποιοι ακόμα και με μικρά αποσπάσματα γραμμένα. Έτσι δημιουργήθηκε το σχεδιάγραμμα της ιστορίας μας. Ακολούθησαν οι γιορτές των Χριστουγέννων και απ'ευθείας η εξεταστική, η οποία μας αποσυντόνισε τελείως. Παράλλημα με κάποια δικά μου προβλήματα, καθυστερήσαμε βγαίνοντας εκτός σχεδιαγράμματος. Έτσι, πρώτο μας μέλημα μετά το πέρας της εξεταστικής ήταν να συναντηθούμε και να ολοκληρώσουμε την ιστορία. 

Κι εκεί είχαμε τη μεγάλη ανατροπή... Μετά από πολλές ώρες περισυλλογής και κατάθεσης ιδεών κι αφού νομίζαμε ότι τελειώσαμε, ανακαλύψαμε γρήγορα ότι το αρχείο δεν είχε αποθηκευτεί και ότι ήταν άφαντο. Μετά τον κρύο ιδρώτα που έλουσε τόσο την πραγματική όσο και τη διαδικτυακή μας ομάδα, τα παιδιά άρχισαν να στέλνουν αρχεία με ό,τι θυμόντουσαν, διανθισμένα με νέα στοιχεία ενώ ανέλαβαν να τα ενώσουν σε ένα ενιαίο κείμενο. 

Έτσι, προέκυψε η ιστορία που θα διαβάσετε και η οποία ενθουσίασε τους φοιτητές περισσότερο από την αρχική, αποδεικνύοντας κατά γενική ομολογία ότι "ουδέν κακό, αμιγές καλού"...

Η κάρτα από τη Σερβία - Карта из Србије



Το άσπρο φτερό στην Άσπρη πόλη...


Καλοκαίρι 2016, Βελιγράδι.

Καθώς καθότανε σε ένα παγκάκι κοντά στο κάστρο του Καλεμέγκνταν, με την πόλη να απλώνεται μπροστά του και τον ήλιο να καθρεφτίζεται πάνω στα νερά των δύο ποταμών, το βλέμμα του έπεσε σ’ένα σμήνος από χελιδόνια που φτερούγιζαν στον καλοκαιρινό, γαλάζιο ουρανό. Τότε ο νους του ταξίδεψε νοσταλγικά πίσω στα ξέγνοιαστα παιδικά του χρόνια, σε εκείνη την γειτονιά στην Πρίστινα, λίγο πριν ξεσπάσει ο άγριος πόλεμος, ο οποίος σήμαδεψε τη ζωή όλων για πάντα και έφερε εκείνη την ταραγμένη άνοιξη. Οι ζωηρές αναμνήσεις άρχισαν να κατακλύζουν το μυαλό του σαν τεράστιος ανεμοστρόβιλος. Άρχισε να θυμάται  σα να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα, ούτε μια στιγμή από τότε.

Μάρτιος 1999, Πρίστινα.

Είχα μέρες να βγω από το σπίτι και συνεχώς άκουγα τους γύρω μου να μιλάνε για Σέρβους που αναγκάστηκαν να φύγουν από τα σπίτια τους λόγω των επιθέσεων που είχαν εδώ και μήνες εξαπολύσει οι Αλβανοί. Οι ίδιοι εκείνοι Αλβανοί που μέχρι πριν από τόσο λίγο ήταν γείτονες, παρέα και συντροφιά μας. Κάθε φορά που ήθελα να φύγω κάπου, η μητέρα μου έβρισκε κάποιo πρόσχημα από φόβο μήπως βρω τον μπελά μου έτσι περίεργος που ήμουν. Μα το μυαλό μου συνεχώς πήγαινε στην Κλέντη, μια Αλβανίδα φίλη μου, με την οποία παίζαμε σχεδόν κάθε μέρα σε διάφορες γωνιές της γειτονιάς μας. Η Κλέντη προσποιούνταν το γιατρό, ενώ εγώ έπαιζα τον ασθενή που πνιγόταν από τον επίμονο βήχα και εκείνη για να τον ηρεμήσει μου έδινε για φάρμακα κάποιες πεντανόστιμες καραμέλες που η γεύση τους μου έχει μείνει αλησμόνητη μέχρι σήμερα.

Μέρα με τη μέρα η κατάσταση γινόταν όλο και πιο δύσκολη, όλο και πιο βίαιη. Άρχισε ο πόλεμος. Κάθε βράδυ η μητέρα μου με ξυπνούσε απ’ το κρεβάτι και τρέχαμε αλαφιασμένοι στα κοινά καταφύγια, όπως έκαναν και όλοι οι υπόλοιποι. Στο άκουσμα κάθε βομβαρδισμού η καρδιά μου σφιγγόταν απ’ τον τρόμο και το μόνο που με απασχολούσε ήταν το αν η φίλη μου βρίσκεται ακόμη στη ζωή. Έτσι κι εκείνη τη φορά που την είδα απομονωμένη, σε μια καλά κρυμμένη γωνιά να μιλάει γλυκά με κάποιον. Πλησιάζοντάς την, αντίκρυσα εκεί πάνω μέσα από το βαθύ άνοιγμα στον τοίχο ένα χελιδόνι με άσπρο φτερό, αισθανόμενος κι εγώ την ίδια χαρά λόγω της παρουσίας του. Από τη νύχτα εκείνη, το χελιδονάκι έγινε ο αχώριστος φίλος μας. Μέσα στη μαυρίλα την έξω αλλά πιο πολύ τη μέσα μας, μάς έδειχνε το δρόμο προς τις κρυψώνες όπου μπορούσαμε να παίζουμε ανέμελα.

Όλα αυτά μέχρι εκείνη τη μέρα που, χωρίς να καταλάβω το πώς, βρέθηκα καταπλακωμένος κάτω από τα συντρίμμια. Με αδύναμη φωνή, προσπαθούσα να καλέσω σε βοήθεια αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι ώρες περνούσαν κι εγώ έχανα ολοένα και περισσότερο τις δυνάμεις μου. Τότε ήταν που άκουσα ένα τιτίβισμα και μια αγαπημένη φωνή να καλεί σε βοήθεια τους διασώστες. Και τότε, καθώς με ανέσυραν από τα συντρίμμια, λίγο προτού αποκοιμηθώ, κατάφερα με την άκρη του ματιού μου να ξεχωρίσω την Κλέντη και το χελιδόνι με το άσπρο φτερό. Δεν ήξερα τότε ότι αυτή θα ήταν και η τελευταία φορά που την αντίκριζα.

Όταν ξύπνησα, μετά από μέρες, βρισκόμουν πλέον σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου πίσω στην πρωτεύουσα, στο Βελιγράδι. Ο γιατρός, μπαίνοντας στο δωμάτιο μου είπε ότι ήμουν πραγματικά αυτό που σημαίνει το όνομά μου. Μπόζινταρ, ένα δώρο του Θεού. Όταν πια ανέρρωσα τελείως, η μητέρα μου μού ανακοίνωσε ότι στο εξής θα μέναμε στο Βελιγράδι, αφού ήταν πιο ασφαλές και για τους δυο μας.

Ασφαλές, μαμά, αλλά δύσκολο πολύ μαμά. Απομονωμένος, ολομόναχος, μπερδεμένος. Για ώρες στεκόμουν στη μέση μιας πλατειάς λεωφόρου, χαμένος εντελώς μέσα στο φαύλο κύκλο των ψηλών γκρι κτηρίων της «Λευκής πόλης». Μοναδική μου διέξοδος ο ουρανός. Κι εκεί καθώς τον περιεργαζόμουν,  εντελώς απρόσμενα,  διέκρινα ανάμεσα σε άλλα πουλιά το ίδιο εκείνο χελιδόνι με το άσπρο φτερό, το οποίο πετώντας όλο και χαμηλότερα, έφτασε στο πλάι μου. Ο  φτερωτός μου φίλος δε με ξέχασε τελικά! Κάπως ανεξήγητα ήξερε όπως τότε, ότι χρειαζόμουν και τώρα παρηγοριά ερχόμενος  και πάλι να με συντροφεύει τις ώρες του πόνου. Έκτοτε ήταν εκεί σε κάθε δύσκολη στιγμή μου.

Πέρασαν πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που είδα το χελιδόνι. Σαν να εξαφανίστηκε ολότελα από τότε που έκανα φίλους και έχτισα τη ζωή μου έτσι όπως την φανταζόμουν ανέκαθεν. Σα να ήξερε ότι δεν το χρειάζομαι πια, αφού κατάφερα να ανοίξω τα δικά μου φτερά.

Βελιγράδι 2016.

Ξαφνικά, σαν ένα μαγικό χέρι να τον τράβηξε απότομα από το βάθος των σκέψεών του, επανήλθε εκεί που καθόταν απολαμβάνοντας τον απογευμάτινο ήλιο μετά από την κουραστική μέρα στην δουλειά. Την προσοχή του τράβηξε μια κοπέλα που τάιζε ένα χελιδόνι και του έλεγε κάτι. Ξαφνιάστηκε όταν είδε ότι το χελιδόνι είχε ένα άσπρο φτερό και αμέσως ένιωσε σαν όλες εκείνες οι ξέγνοιαστες στιγμές του στην Πρίστινα να ήταν και πάλι παρούσες.

Πλησιάζοντάς τους, είπε στην κοπέλα:
-Θα με πίστευες αν σου έλεγα ότι όταν ήμουνα μικρός και έπαιζα εκεί στη Πρίστινα όπου μεγάλωσα, ήταν πάντα εκεί ένα χελιδόνι με ένα άσπρο φτερό, όπως αυτό εδώ;

Η κοπέλα τότε κάρφωσε τα μάτια της στα δικά του, ψιθυρίζοντας το όνομά του.
-Μπόζινταρ;

Κι έπειτα δεν ακούστηκε τίποτα άλλο! Δεν είχαν δύναμη να ξεστομίσουν ούτε μια λέξη. Μόνο άκουγαν τους  χτύπους των καρδιών τους που ακολουθούσαν το τιτίβισμα του χελιδονιού με το άσπρο φτερό, το οποίο όπως τότε, έτσι και τώρα τους έφερε και πάλι κοντά...



 

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

το κείμεο από τη Μολδαβία - Συγγραφέας Cristina Ursu

το κείμεο από τη Μολδαβία - Συγγραφέας Cristina Ursu

Κουράγιο κι ελπίδα

Κυριευμένος από φόβο, κρυμμένος στο πράσινο πάπλωμα πάνω στο κρεβάτι, άκουγα τα γοργά βήματα των γονιών μου στο σαλόνι. Ο δυνατός θόρυβος της τηλεόρασης έκανε τα αυτιά μου να βουίσουν. 

     Το φαλακρό δέντρο έξω από το παράθυρο περιτύλιγε τα κλαδιά του πάνω στο παντζούρι,  αντανακλώντας στο δωμάτιό μου απαίσιες εικόνες.  Αγκαλιάστηκα με τα παγωμένα μου χέρια, ακούοντας την αντήχηση του σκοταδιού που με παρέσυρε να κοιμηθώ.

    Χωρίς τη θέλησή μου, η ματιά μου καρφώθηκε πάνω στο φλάουτο που μάζευε μέσα στις τρύπες του τις τελευταίες σταγόνες από το διάφανο φως του φεγγαριού. Ο παππούς μου, μου το χάρισε σε μια επίσκεψη του στην πόλη. Μου είπε να σφυρίζω σε αυτό όσο το δυνατόν περισσότερο και να αφήσω να πετάξουν έξω όλες οι στενοχώριες μαζί με τις μουσικές νότες του και να χαθούν στον αέρα αυτού του άστατου κόσμου. 

    Όμως αυτός ο άνεμος ήταν κρύος και παρόλο που ήμουν κάτω από το πάπλωμα, ξεπάγιαζα πολύ. Οι γονείς μου τσακώνονταν σφοδρά. Ανάμεσα στις επιθετικές κραυγές τους, η εκπομπή της τηλεόρασης σχόλιαζε τα νέα της ημέρας: «Ο πρόεδρος της Μολδαβίας που  εκλέχτηκε σήμερα από την πλειοψηφία του λαού  επιβεβαίωνε ότι  η ανατολική πορεία της χώρας είναι πια προφανής…».

    Πλησίασα στην πόρτα, ανασηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου και τους κοίταζα επίμονα μέσα από την κλειδαριά που μας χώριζε.
Η μητέρα μου, καθισμένη στον καναπέ, βύθιζε το πρόσωπό της στα τρεμάμενα χέρια της. Κάποιες ασαφείς φράσεις, μόλις κατανοητές, δονούνταν στο ατμώδες δειλινό γύρω μου: „μετακόμιση στο εξωτερικό”,  ο Ντάβιντ στο χωριό του παππού και είμαστε χρεοκοπημένοι, το νόημα της τελευταίας λέξεις παρέμενε τελείως άγνωστο.

Όρμησα πίσω στο κρεβάτι, οι ίδιες λέξεις αντιλαλούσαν  στο μυαλό μου: μετακόμιση, εξωτερικό, ο Ντάβιντ στο χωριό. Κρύφτηκα κάτω από τη σκεπάσματα και ζάρωσα τα βλέφαρά μου. Δεν ήθελα να ακούω, να βλέπω και να νιώθω τίποτα.

Τεντώθηκα στο γραφείο που ήταν δίπλα μου, άρπαξα το φλάουτο και το πέταξα στη γωνιά της κάμαρας. Ήταν μια μακρόσυρτη, ατελείωτη και ταλαίπωρη νύχτα.

Το ξημέρωμα εμφανίστηκε απαλά, γλιστρώντας μέσα από το παντζούρι, μεταδίδοντας την οσμή της βροχής που με τον κρότο της άγγιζαν την καρδιά μου. Οι γονείς μου βασανίζονταν να μου εξηγήσουν όλα αυτά που ήδη ήξερα. Τα λόγια τους έπεφταν στο πάτωμα σαν τα κίτρινα φύλλα του φθινοπώρου, ενώ η ομίχλη τους με άφηνε άναυδοΠρόκειται, πραγματικά, να μείνω μόνος μου.

-       Να μας συγχωρέσεις, σε παρακαλούμε, παιδάκι μας, μου είπε η μαμά καθώς με χάιδευε. Θα επιστρέψουμε μόλις η κατάστασή μας θα βελτιωθεί. Να ξέρεις πως σε αγαπάμε πάρα, πάρα, πάρα πολύ.
Ο πατέρας μου, αντί αυτού, στεκόταν όρθιος και σχεδόν με δυσκολία τόλμησε να με κοιτάξει, μετά ψιθύρισε δύσπιστα:
-       Αυτή η χώρα δεν μας χρειάζεται πια.

Μετά από λίγες ώρες ήμουν ήδη στο λεωφορείο. Χάζευα τα εγκαταλελειμμένα λιβάδια της Μολδαβίας και ένιωθα σα να βρίσκομαι μέσα στην καμπίνα ενός πλοίου και από το  φινιστρίνι του παρακολουθώ το ταξίδι, που με τραβά προς τα ζοφερά σύννεφα της ζωής. Ήθελα τόσο πολύ να εκτοξευτώ στο σύμπαν, όπου δεν υπάρχει βροχή, πόνος ή χωρισμός. 

Σ’ όλο το δρόμο η ματιά μου έπεφτε στα λευκά βοσκοτόπια, στα γυμνά δέντρα και στον ήλιο που αχνόφεγγε χαμένος στα σύννεφα. Οι σκέψεις μου έπνιγαν το μυαλό μου με αλλεπάλληλα κύματα αμφιβολίας. Ήμουν μόνος μου στο λεωφορείο. Είδα φευγαλέα πίσω από το τιμόνι μόνο μια ασαφή σκιά. Απλά εγώ, οι ρόδες που έγδερναν τη γη και η πόρτα που άνοιξε.

-        Αχ, αγαπημένε μου εγγονέ, καλωσήρθες στη βόρεια Μολδαβία! Έφτασες στο σημείο όπου οι επιστήμονες λένε πως οι Μολδαβοί κρεμούν τον χάρτη της χώρας στον τοίχο!, χαμογέλασε ο παππούς μου και στεκόταν στη μέση του σταθμού με τα ανοιχτά του χέρια.

Περπατούσαμε μαζί στο μονοπάτι του χωριού που το χάιδευε ένας παιχνιδιάρης άνεμος. Μόνο κάποιες καμινάδες έριχναν μαντίλια κυματιστών καπνών στον ουρανό. Τα άλλα σπίτια πάγωναν  στη μέση της αβύσσου. Το χωριό έμοιασε να υψώνεται σε μια άπειρη ανηφοριά…, η κοιλάδα του, όμως, με τρόμαζε.

Η τραχιά κλαγγή των παπιών μας καλωσόρισε στο σπιτάκι του παππού μου και, καθώς άνοιγε η πόρτα, μια ασθενής λάμψη πρόβαλε στην κορυφή της πλαγιάς. Ένας πολύχρωμος φράχτης φάνηκε μπροστά μου, αν και βρισκόταν στην άλλη άκρη της ανηφοριάς.

Ο παππούς μου έσκυψε και άγγιξε ένα δασύτριχο σκυλί που έτρεξε να μας υποδεχτεί, καλωσόρισε επίσης τέσσερις χήνες, πέντε πάπιες, δέκα κότες και έναν πετεινό. Στη συνέχεια, ένα γουρούνι, δύο άσπρα πρόβατα και...

-        Μια γάτα εξυπνότερη από όλους τους γεωγράφους! Τη λένε Μακαρόνια, επειδή δεν έχει μυαλό, έχει μακαρόνια στο κεφάλι της!

Και τι με νοιάζουν όλα αυτά τα χαζά ζώα! Το  μυαλό μου σκέπαζε μόνο μια σκέψη που με αλυσόδενε:

-        Παππού μου, να πάμε στο σπίτι του προέδρου και να τον διώξουμε μακριά! Να φέρουμε τους γονείς μου πίσω! Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ!

Μια θλιμμένη σιγαλιά σκέπασε την αυλή. Ακόμα και τα ζώα σταμάτησαν τη συναυλία τους.

-        Κουράγιο και ελπίδα, εγγονέ μου, κουράγιο και ελπίδα!

Εξοργίστηκα. Ήμουν σίγουρος πως θα με βοηθήσει, θα με καταλάβει! Προσπάθησε να με αγκαλιάσει, μα εγώ αντιστάθηκα. Απομακρύνθηκα γρήγορα και πήδηξα τον φράχτη. Τα πόδια μου προχωρούσαν χωρίς να καταλαβαίνω πού ακριβώς με πήγαιναν. Τα μονοπάτια τραντάζονταν κάτω από τα αγριεμένα μου πόδια.

Αγουροξυπνημένος σαν από μια ζαλάδα, έφτασα μπροστά σ’ εκείνο τον πολύχρωμο φράχτη: γαλάζιο, κίτρινο, κόκκινο, γαλάζιο, κίτρινο, κόκκινο...

Χαζεύοντας προσεκτικά τα χρώματα, παρατήρησα μες από τις τρύπες του έναν αχνό ίσκιο. Δεν πέρασε πολύς χρόνος μέχρι που μια εκκωφαντική φωνή έκοψε τα αυτιά μου. Ένα αγόρι με το μάτι του σκεπασμένο σαν πειρατής έτρεχε προς μένα. Είχε ένα εξοργισμένο πρόσωπο, μια σφεντόνα στα χέρια και σφιγμένα χείλη φωνάζοντας: ΦΩΤΙΑ!

Τέντωσε τη σφεντόνα του πάνω από το κεφάλι μου και ένα ξαφνικό χτύπημα ακούστηκε. Κάτι έπεσε στο έδαφος.

Έσκυψα κάτω και έψαξα ανάμεσα στα φύλλα. Ήταν ένα χελιδόνι! Το μικρό του σώμα ήταν μαύρο, ένα μαύρο φτερό και άλλο άσπρο. Σταγόνες αίματος έρρεαν από το άσπρο του φτερό και τα μελί του μάτια μου ζητούσαν βοήθεια.

Το πήρα στην αγκαλιά μου και έτρεξα στον παππού μου. Κάπου στη μέση της διαδρομής γύρισα το κεφάλι μου και κοίταξα εκείνο το παιδί που στεκόταν μπροστά στον πολύχρωμό του φράχτη. Ένιωθα μεγάλη συμπόνια γι’ αυτό το άγνωστο παιδί, ξεχασμένο κι αυτό από τον κόσμο σαν και εμένα. Το χαιρέτησα. Το ίδιο έκανε κι αυτός.

Έπρεπε να φτάσω όσο πιο γρήγορα στο καινούριο μου σπίτι.

Προσπαθούσα να κάνω όσο πιο άνετη μπορούσα την αγκαλιά μου για το χελιδόνι. Αυτό βάθυνε στα χέρια μου και με κοίταζε σαν να  καταλάβαινε τι συνέβαινε, σαν να ήξερε πού έτρεχα και γιατί, σαν να ένιωθε ποιος είμαι.

Ο παππούς μου έκοβε ξύλα για τη φωτιά, ενώ οι κότες χόρευαν χαρούμενα τριγύρω του.

-        Παππού, παππού, βρήκα ένα πληγωμένο χελιδόνι!

Έριξε το τσεκούρι του και ήρθε σε μένα μαζί με τον όχλο των ζωών της αυλής μας και όλοι μαζί ανήσυχοι, χαζεύαμε το άσπρο του φτερό που ήταν πλημμυρισμένο στο αίμα. Και το χελιδόνι μας παρακολουθούσε, καθώς τα δάχτυλα του παππού μου το χάιδευαν.

-        Να το φέρουμε μέσα στο σπίτι και να το φροντίσουμε όπως πρέπει!

Μια φλόγα παιχνιδιάρα χόρευε στο τζάκι και μου χάριζε αισθήματα ηρεμίας και γαλήνης. Έβαλα το χελιδόνι σε ένα ζεστό σημείο και έπλυνα το φτερό του με ζεστό νερό και με χορταράκια. Στα μάτια του μπορούσα να δω την ευγνωμοσύνη και την ευτυχία. Ο παππούς μου, την ίδια στιγμή, αγκάλιασε το ακορντεόν.

-        Νταβίντ, ας τραγουδήσουμε ένα μικρό κομμάτι για τον μικρό μας επισκέπτη!

Εγώ, ντροπιασμένος, του απάντησε σιγανά:

-        Πέταξα το φλάουτό μου, παππού!
-        Μην ανησυχείς, εγγονέ μου, σου έφτιαξα ένα καινούριο χθες!, Ευτυχώς! αναφώνησε ικανοποιημένος. Μου έδωσε ένα πράσινο φλάουτο, διακοσμημένο με δέντρα και χελιδόνια και ανάμεσά τους υπήρχε και ένα  χελιδόνι με άσπρο φτερό. Το χελιδόνι μας!

Οι νότες της μουσικής μας γέμισαν το δωμάτιο, φτάνοντας στα αυτιά όλων των ζωών μας που μας παρακολουθούσαν από τα παράθυρα. Η γάτα Μακαρόνια νιαούρισε  στον παλμό του τραγουδιού, γουργουρίζοντας κομψά δίπλα στον επισκέπτη μας. Το χελιδόνι σηκώθηκε και περιστρεφόταν αρμονικά μέσα στην γιορτινή μας ατμόσφαιρα.
Κουράγιο και ελπίδα, ναι, κουράγιο και ελπίδα!