Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017

Το χελιδόνι με το άσπρο φτερό πετάει στο Κρασνοντάρ

Ήταν χειμώνας.  Ο Γιωργής, ένα δεκάχρονο αγόρι, αναγκάστηκε να μετακινηθεί στη Ρωσία. Ήταν ακριβώς στη μέση της σχολικής χρονιάς. Οι γονείς του είχαν βρει δουλειά στο Κρασνοντάρ. «Είναι μια καλή ευκαιρία» είχε πει ο πατέρας, «είναι σταθερή δουλειά με καλό μισθό. Εδώ δεν μπορούμε πια να τα βγάλουμε πέρα». Δεν κατάλαβε ο Γιωργής τι σήμαινε «δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα». Και δεν ρώτησε. Γιατί κάθε φορά που ρωτούσε, οι γονείς του έλεγαν ότι είναι ακόμη μικρός για αυτά και να πάει να παίξει. Θυμήθηκε όμως ότι όλο και πιο συχνά τον τελευταίο καιρό άκουγε τους γονείς του να μιλάνε ψιθυριστά και ότι σταματούσαν όταν αυτός πλησίαζε. Ένα βράδυ μάλιστα του φάνηκε ότι άκουσε την μητέρα του να κλαίει…. «Και πού είναι το Κρασνοντάρ; » είχε ρωτήσει ο Γιωργής. Η μητέρα του έδειξε στον χάρτη μια μεγάλη πόλη στη Νότια Ρωσία.
 Ο Γιωργής έψαξε με τα μάτια να υπολογίσει στον χάρτη πόσο μακριά είναι από την θάλασσα. Είχε μεγαλώσει μέσα στο κύμα στην μικρή του πατρίδα, εκεί που το καλοκαίρι διαρκεί τέσσερεις ή πέντε μήνες και τα μάτια του ήταν γεμάτα γαλάζιο. «Εύξεινος Πόντος» έγραφε με κεφαλαία γράμματα ο χάρτης. Και από κάτω σε παρένθεση: « Μαύρη θάλασσα». Στον χάρτη του φάνηκε ότι η πόλη ήταν κοντά στην θάλασσα. Σαν να ησύχασε. Δεν ήξερε ακόμη ο Γιωργής πόσο απέραντη είναι η άλλη χώρα.   
Δεύτερο μήνα στο Κρασνοντάρ o Γιωργής προσπαθεί να συνηθίσει τον τόπο, τους  ανθρώπους, το καινούργιο σχολείο, την ξένη γλώσσα. Να συνηθίσει στη νέα του πατρίδα. Για τους γονείς του ήταν πιο εύκολο. Αυτοί είχαν ξαναβρεθεί στη Ρωσία. Η μητέρα είχε σπουδάσει σε Πανεπιστήμιο της ξένης χώρας και ο πατέρας του είχε έρθει με τους γονείς του από την Ρωσία στην Ελλάδα όταν ήταν εννέα χρονών. Τα ρωσικά ο πατέρας δεν τα συνέχισε στην Ελλάδα. Όμως δεν τα ξέχασε, γιατί πάντα ρωσικά του μιλούσε στο σπίτι η γιαγιά του η Ελπινίκη, η προγιαγιά τού Γιωργή. Αυτή δεν ήξερε ελληνικά και ήταν πια πολύ μεγάλη για να τα μάθει, όταν ήρθε το 1988 με τα παιδιά και τα εγγόνια της στην Ελλάδα από το Καζαχστάν. Ήταν τότε που η Ελλάδα άνοιξε τα σύνορά της για να έρθουν ή να γυρίσουν στην πατρίδα από τις Ανατολικές χώρες πολιτικοί εξόριστοι και πρόσφυγες από την Τουρκία που είχαν καταφύγει σε παλιότερους καιρούς στη Ρωσία. Ήταν ένα όνειρο η πατρίδα! Ήρθε τότε και η οικογένεια του πατέρα. Όσα ποντιακά ελληνικά ήξερε η γιαγιά Ελπινίκη, έλεγε ο πατέρας, τα πρόσθετε πάντα όταν μιλούσε, «για να μην ξεχνάμε την γλώσσα μας και την καταγωγή μας», έλεγε στα ρωσικά η γιαγιά. Και ο πατέρας άκουγε στα ρωσικά τις ιστορίες που του διηγούνταν η γιαγιά και με αυτές μεγάλωσε.
Για τον Γιωργή όμως όλα ήταν πρωτόγνωρα και ξένα. Και οι λίγες προτάσεις που είχε μάθει από την μητέρα στο σπίτι δεν έφταναν για να αγαπήσει την νέα γλώσσα. Του φαινόταν ότι οι ήχοι της του τρυπούσαν τα αυτιά και οι φθόγγοι της, όταν τους πρόφερε, του έγδερναν τον λαιμό. Του έλειπε το σχολείο του, οι φίλοι του, οι γνωστές γωνιές της μικρής του πατρίδας, οι αλάνες που έπαιζε μπάλα. Όλα όσα ήξερε έμειναν εκεί, στην αληθινή του πατρίδα.
Το πιο δύσκολο για το αγόρι ήταν να κάνει το πρώτο βήμα, να επικοινωνήσει με τους συμμαθητές τους, να κάνει φίλους. Στα μαθήματα ήταν σιωπηλός. Καθόταν στο τελευταίο θρανίο, κοιτούσε από το παράθυρο την γκρίζα φύση και νοσταλγούσε τα γαλανά χρώματα της μικρής του πατρίδας. Στο διάλειμμα απομακρυνόταν σε μια γωνιά και δεν έπαιρνε μέρος στα παιχνίδια. Τα παιδιά τον έβρισκαν παράξενο.
Ένα πρωί ο Γιωργής περπατούσε αργά στον χιονισμένο δρόμο προς το σχολείο. Πάνω στο κατάλευκο χιόνι είδε να σαλεύει κάτι μαύρο. Πλησίασε. Ένα πουλί, μισοσκεπασμένο από το χιόνι, κουνούσε απελπισμένα τα αδύναμα φτερά του, προσπαθώντας να απελευθερωθεί από την χιονοφυλακή του. Έσκυψε ο Γιωργής, έσκαψε με τα χέρια του το  χιόνι, έβγαλε το πουλί από την χιονισμένη του φυλακή και το έκρυψε προστατευτικά στο ζεστό μπουφάν του.
Στην τάξη, έβγαλε προσεκτικά το πουλί από το μπουφάν του και χάιδεψε τα φτερά του.
«Τι έχεις στο χέρι σου;», ρώτησε ένας από τους συμμαθητές του.
«Έχει ένα πουλί! Ένα μικρό μαύρο πουλί!» , φώναξε ένας άλλος.
Τα παιδιά πλησίασαν.
« Πού το βρήκες;», «Τι πουλί είναι;» «Γιατί το έφερες εδώ;» «Μπορούμε να το  αγγίξουμε;»,  ρωτούσαν τα παιδιά.
Ο Γιωργής τους κοίταζε.
«Это – χελιδόνι. Я нашёл в снегу. Было холодно». («Είναι ένα χελιδόνι. Το βρήκα στο χιόνι. Έκανε κρύο).
Και άπλωσε προς το μέρος τους το χέρι του που κρατούσε το πουλί.
«Ласточка! Ласточка! Это – ласточка!» (Χελιδόνι! Χελιδόνι! Είναι ένα χελιδόνι!), φώναξαν τα παιδιά.  Το χελιδόνι το λένε ‘‘λάστατσκα’’ κατάλαβε ο Γιωργής.
Το χελιδόνι πέρασε από είκοσι – τριάντα παιδικά χέρια που το κράτησαν και το χάιδεψαν απαλά. Και είκοσι – τριάντα ζευγάρια παιδικά μάτια το κοιτούσαν και το εξέταζαν. «Τι παράξενο», παρατήρησε ένα κορίτσι, «το ένα φτερό του είναι άσπρο! Είναι ένα διαφορετικό χελιδόνι!».

Ο δάσκαλος είχε μπει στην τάξη, αλλά τα παιδιά, πρώτη φορά, δεν ήταν στις θέσεις τους.
«Τι συμβαίνει; Τι έχετε εκεί;», ρώτησε απορημένος.
«Ο Γκεόρκι (έτσι τον έλεγαν στην νέα του πατρίδα), ο Γκεόρκι έχει ένα πουλί, ένα μικρό χελιδόνι!», απάντησαν τα παιδιά.
Ο δάσκαλος πλησίασε. « Ναι, είναι χελιδόνι!», είπε, και τους ζήτησε να καθίσουν στις θέσεις τους.
Ύστερα о δάσκαλος εξήγησε στα παιδιά ότι τα χελιδόνια είναι αποδημητικά πουλιά και ότι αυτό το χελιδόνι πέταξε στη Ρωσία από κάποια μακρινή χώρα, όπως και ο Γκεόργκι ήρθε εδώ από μια μακρινή χώρα. Εδώ κάνει πολύ κρύο και το χελιδόνι χρειάζεται την φροντίδα και την αγάπη μας για να το ζεστάνει.  
Τότε όλα τα παιδιά αποφάσισαν να αναλάβουν τη φροντίδα του χελιδονιού, μαζί με τον Γκεόργκι.
Μέχρι την άνοιξη το χελιδόνι είχε δυναμώσει. Και τα παιδιά είχαν γίνει φίλοι. Ο Γκεόργκι  δεν ήταν πια θλιμμένος ούτε μόνος. Κάθε μέρα όλο και κάποιος συμμαθητής του τον περίμενε στην πόρτα του σχολείου για να μπουν μαζί στην τάξη ή να φύγουν μαζί όταν τελείωναν τα μαθήματα. 
    
 Είχε ζεστάνει αρκετά ο καιρός. Μια Κυριακή μαζεύτηκαν όλοι οι φίλοι στο προαύλιο του σχολείου. Και όλοι μαζί απελευθέρωσαν το χελιδόνι στον ανοιξιάτικο ουρανό της νέας πατρίδας του Γκεόργκι. «Λάστατσκα, όταν θα περνάς απ’ την Ελλάδα, να πεις τα χαιρετίσματά μου στους φίλους μου στην Σύρο. Να τους πεις ότι τους αγαπώ.  Και να τους πεις ότι είμαι καλά και ότι έχω βρει και εδώ καλούς φίλους», ψιθύρισε μια μυστική παράκληση στο χελιδόνι ο Γκεόργκι. Και τα λόγια του τα ψιθύρισε στην καινούργια γλώσσα, που οι ήχοι της δεν τρυπούσαν πια τα αυτιά του και οι φθόγγοι της, όταν τους πρόφερε, δεν έγδερναν πια τον λαιμό του.


Οι φοιτήτριες του Γ΄ έτους της Έδρας Νέας Ελληνικής Φιλολογίας Πανεπιστημίου Κουμπάν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εδώ μπορείτε να προσθέσετε το σχόλιο σας. Προσέχουμε τα σχόλια μας να τηρούν τον κώδικα δεοντολογίας.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.