Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Η τελική κάρτα από τη Ρουμανία


[...] Και να και άλλη κάρτα, αυτή τη φορά  από τη Ρουμανία! Η Φαουζέγια την ανοίγει με μεγάλη περιέργεια και ανυπομονησία και αρχίζει να διαβάζει:



               Αγαπημένη μου Φαουζέγια,
  
     Με λένε Ζαμφίρα, είμαι 12 χρονών και ζω στη Viişoara, ένα όμορφο χωριό στη Β.Α. Ρουμανία, σε ένα αγροτόσπιτο, μαζί με τα δύο αδέλφια μου, τον μπαμπά μου και τη γιαγιά μου. Το χελιδόνι το συνάντησα πριν από λίγες μέρες στη σοφίτα του αχυρώνα μας! Εκείνη τη μέρα τη θυμάμαι πολύ καλά, γιατί ήμουν πολύ στενοχωρημένη με ένα πρόβλημα που είχα στο σχολείο. Πολλές φορές τον τελευταίο καιρό καταφεύγω εδώ πάνω,  γιατί εδώ  με περιμένουν οι φίλοι μου και οι ήρωές μου που τους βρίσκω πάντα μέσα στα βιβλία...Εδώ βρίσκω παρηγοριά...Όμως την ημέρα εκείνη η θλίψη μου δεν έλεγε να υποχωρήσει. Δεν μπορούσα να διαβάσω και απλά ήθελα να κοιτάξω τον ουρανό μέσα από μια χαραμάδα που είχε η σοφίτα μας. Τότε είδα το χελιδόνι. Μόλις άρχισα να το περιεργάζομαι, με ρώτησε ξαφνικά:

- «Γιατί κλαις, όμορφό μου κοριτσάκι; »

- «Γιατί μου λείπει πολύ η μαμά μου», του απάντησα. «Εσύ όμως τι ψάχνεις εδώ ακόμα; χειμώνιασε πια.»

- «Αυτό το άσπρο φτερό που βλέπεις δεν είναι το μόνο πράγμα που με κάνει διαφορετικό. Αποφάσισα να μη ψάξω κι εγώ, όπως οι υπόλοιποι, την άνοιξη, αλλά να προσπαθήσω να βρω διάφορα παιδιά σαν κι εμένα και να γίνουμε φίλοι».

-«Και πώς  με  βρήκες;»

-«Θα σου πω! Καθώς πετούσα για αρκετή ώρα και παρόλη την κούρασή μου, ένιωθα μία περίεργη χαρά μέσα μου. Ήταν από τα τραγούδια και τα γέλια που συνεχώς έβρισκαν δρόμο προς τον ουρανό  τις τελευταίες ώρες. Κοίταξα πιο προσεκτικά προς τα κάτω. Πολλά δάση κάλυπταν αυτήν τη παγωμένη γη και πού και πού κάποιες πολιτείες ή κάποια χωριουδάκια ξεπρόβαλλαν μέσα από αυτά. Όσο πιο φτωχικά ήταν τα μέρη, τόσο πιο πολλά τραγούδια και γέλια ακούγονταν. Τότε κατάλαβα πως πετούσα πάνω από τη Ρουμανία!!»

Μα πώς το κατάλαβες

-«Το κατάλαβα, γιατί θυμήθηκα μια παρέα μεταναστών που είχα συναντήσει πιο παλιά στην Ελλάδα. Όπως και τώρα, έτσι και τότε ήταν  το γέλιο τους που μου είχε τραβήξει την προσοχή και γι’αυτό είχα πάει να καθίσω στο δέντρο που σκίαζε τον πάγκο γύρω απ΄τον οποίο είχε μαζευτεί η παρέα. Μιλούσαν πολύ για την πατρίδα τους, για την Ρουμανία. Κατάλαβα από τις κουβέντες τους πως ο λαός τους έμαθε μες’ απ΄τις πολλές δυσκολίες που πέρασε ότι το γέλιο και το τραγούδι επουλώνουν με τον καλύτερο τρόπο τις πληγές της ψυχής. Έλεγαν επίσης και για τα παιδιά που είχαν αφήσει  πίσω τους στη Ρουμανία όσοι είχαν φύγει από εκεί σε άλλες χώρες, για να μπορέσουν να προσφέρουν μια καλύτερη ζωή στην οικογένειά τους.

-«Α, ωραία!»

-«Ο σκοπός μου λοιπόν τώρα ήταν να βρω ένα από εκείνα τα παιδιά που να χρειάζονται παρηγοριά στη μοναξιά τους και καθώς έψαχνα, είδα σ’ένα μικρό περβάζι πολλά ψίχουλα. Αποφάσισα να φάω πρώτα, γιατι η φύση δεν έχει πολλά να μου προσφέρει τώρα. Έτσι σε είδα λίγα λεπτά πριν».

Ήδη είχα ξεχάσει  λίγο τον καημό μου με αυτά που μου έλεγε το πουλί.

-«Πού είναι η μαμα σού;» με ρώτησε μετά.

-«Χμ, φαίνεται πως είμαι ένα απο εκείνα τα παιδιά...», του είπα. «Η μαμά μου έφυγε πριν ένα χρόνο στην Ιταλία, για να δουλέψει, γιατί η οικογένειά μας περνούσε όλο και πιο δύσκολα οικονομικά. Αποκτήσαμε καινούριο αδελφάκι που μας έκανε πολύ χαρούμενες εμένα και την μικρότερη αδελφή μου,  αλλά οι γονείς μας ζορίζονταν κάθε μέρα και πιο πολύ για να βγάλουμε το ψωμί μας. Ο μπαμπάς μου είχε απελπιστεί  πια να ψάχνει  και να μη βρίσκει δουλειά. Όταν ο μικρούλης έγινε ενός έτους, η μαμά βρήκε δουλειά στην Ιταλία και έφυγε αφήνοντάς μας με την γιαγιά που μένει μαζί μας.  Η καημένη είναι άρρωστη και κουράζεται πολύ με τόσες δουλειές που της έμειναν από την μαμά. Εγώ την βοηθάω όσο μπορώ, αλλά έχω και το σχολείο μου και ο μπαμπάς πίνει πολύ απο τότε που έφυγε η μαμά και πάει και κλείνεται συνέχεια στην καλοκαιρινή κουζινούλα μας που βρίσκεται  στο βάθος της αυλής μας. Ποτέ δεν μπορώ να συζητήσω με κανέναν τους... Σήμερα, όταν πήγα να μιλήσω με την γιαγιά, αυτή ήταν τοσο αγχωμένη, για να τα έχει όλα έτοιμα, που δεν μπορούσε να με ακούσει. Ξέχασε και να με ρωτήσει αν πεινάω και με έστειλε να κάνω τα μαθήματά μου, για να έρθω μετά να την βοηθήσω, γιατί δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνη της.  Τον μπαμπά τον είδα να μπαίνει στην κουζινούλα παραπατώντας και χτυπώντας πίσω του την πόρτα... Μου λείπουν οι συμβουλές του, μου λείπει  η προστασία του...»

        
-«Δηλαδή για ποιο πράγμα ακριβώς θα ήθελες να τους μιλήσεις

- «Θα σου πω. Στο σχολείο σήμερα, σε ένα διάλειμμα, κάποια αγόρια από μια μεγαλύτερη τάξη άρχισαν πάλι να με πειράζουν και να με κοροϊδεύουν. Τον τελευταίο καιρό συνεχώς μου δημιουργούν προβλήματα και με πειράζουν οι συμμαθητές μου! Ευτυχώς όμως που ο ΑντρεΪ, ένα  συμπαθητικό, γαλανομάτικο αγόρι, δύο χρόνια μεγαλύτερό μου, που τον τελευταίο καιρό μου χαμογελάει  κάθε φορά που με αντικρίζει, πήρε το μέρος μου και στο τέλος υποχώρησαν. Παρόλα αυτά, εγώ νιώθω τόσο μόνη και πληγωμένη! Στον μπαμπά μου πια δεν μπορώ να μιλήσω, για να με συμβουλεύσει και να με προστατεύσει, όπως έκανε παλιά. Την μαμά δεν θέλω να την πάρω τηλέφωνο, για να μην την στεναχωρήσω εκεί που είναι μακριά.»

      Του έλεγα όλα αυτά και η καρδιά μου λίγο  ξαλάφρωσε, γιατι είχα κάπου να τα πω τουλάχιστον. Δεν φανταζόμουν πως ο νέος μου φίλος θα με βοηθούσε κιόλας!  Ήρθε κοντά στο τραπέζι μου και έκανε μια πιρουέτα, λέγοντάς μου πως ξέρει τι θα κάνει, για να με βοηθήσει:

- «Έχω μια ιδέα!! Πιάσε δύο χαρτάκια και γράψε πάνω αυτά που θες να πεις στoν μπαμπά και τη γιαγιά σου. Η θλίψη και οι έγνοιες τους τύφλωσαν. Αν όμως δουν αυτήν την ασυνήθιστη  κίνηση από εσένα, σίγουρα θα τους τραβήξει την προσοχή! Θα πάω να τους τα δώσω εγώ!»


Ενθουσιάστηκα πολύ με την ιδέα και έγραψα γρήγορα ό,τι κουβαλούσα μέσα στην ψυχή μου.

             Πρώτα έγραψα στη γιαγιά:



          Αγαπημένη μου γιαγιούλα, είσαι στο σπίτι αλλά μου λείπεις πολύ!!! Μου λείπουν οι ιστορίες σου, τα τραγούδια σου! Απ' τον καιρό που έφυγε η μαμά, όλα άλλαξαν!! Ασχολείσαι μόνο με τις δουλειές και όσο και αν σε βοηθάω, εσύ δεν  βρίσκεις χρόνο για εμάς. Όσες ιστορίες και αν διαβάζω μόνη μου πάνω στη σοφίτα, καμία δεν μοιάζει με τις δικές σου ιστορίες. Ζηλεύω ακόμη και τους ήρωες των βιβλίων μου, που έχουν τις γιαγιάδες τους και περνάνε όμορφα μαζί!! Άραγε θα γίνεις ποτέ  ξανά η γιαγιά που ξέραμε;

                                                                                                                                           Η Φίρα σου!!





   Αμέσως μετά έγραψα στον μπαμπά:



         Μπαμπάκα μου, ξέρω ότι σου λείπει η μαμά και ότι νιώθεις μόνος. Σε όλους λείπει! Εμείς είμαστε εδώ, εσύ όμως δεν μας βλέπεις! Θα ήθελα πολύ να σε αγκαλιάσω αλλά εσύ δεν με αφήνεις. Το ξέρεις ότι με ρωτάει συνέχεια ο δάσκαλος από το σχολείο για σένα; Και σήμερα που κάποια παιδιά με πείραξαν στο σχολείο, ο δάσκαλος το έμαθε και ζήτησε να σε δει. Εγώ τι να του απαντήσω; Μέχρι και οι φίλοι μου με ρωτάνε γιατί δεν έρχεσαι πια.

                                                                                                                                   Το Ζαμφιράκι σου



           Το χελιδόνι  πήρε τα γράμματα στο ράμφος του και το επόμενο πρωί χτύπησε το παράθυρο του καθενός, περιμένοντας απέξω. Είχε δίκιο. Και οι δύο ξαφνιάστηκαν με το θέαμα και έπιασαν αμέσως τα γράμματα και τα διαβάσανε. Ήρθαν και με αγκάλιασαν και ένιωσα τη χαρά που είχα ένα χρόνο  να νιώσω!!
       Ο μπαμπάς ήρθε στο σχολείο μετά για να μιλήσει με τον δάσκαλό μου. Το απόγευμα φτιάξαμε μαζί με την αδελφούλα μου και με την γιαγιά κεκάκια και τραγουδήσαμε τα παλιά, αγαπημένα της τραγούδια, ενώ ο μπαμπάς έπαιζε με τον μικρούλη. Θα ήταν μια τέλεια μέρα αν  ήταν εκεί και η μαμά. Μια ελπίδα όμως πως θα ξαναγίνουμε μια ευτυχισμένη οικογένεια άνθησε μέσα στην καρδιά μου.
  
     Το χελιδόνι μας κοίταξε απέξω. Βγήκα κι εγώ και τότε μου είπε  ότι πρέπει να φύγει, γιατί σίγουρα τον χρειαζόταν και άλλο παιδί. Αποχαιρετιστήκαμε και τον είδα να απομακρύνεται και να χάνεται στον ουρανό.
Ελπίζω να τον δεις και εσύ ξανά!



                                                                                                                              Με πολλή αγάπη,
                                                                                                                                             Η Ζαμφίρα







     

Φοιτητές:
-Elena Vasiliu, φοιτήτρια της Θεολογικής Σχολής  του  Παν/μίου AL.I.CUZA του Ιασίου και φοιτήτρια του Λεκτοράτου Νεοελληνικών Σπουδών, επίπεδο ελληνομάθειας  Β2.
 -Gabriel Piştea, Υποψ. Διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου AL.I.CUZA του Ιασίου και φοιτητής του Λεκτοράτου, επίπεδο ελληνομάθειας Β1-Β2.
 Υπεύθυνη καθηγήτρια:
Αγγελική Μουζακίτη, Φιλόλογος, Λεκτοράτο Νεοελληνικών  Σπουδών του Παν/μίου AL.I.CUZA του Ιασίου.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εδώ μπορείτε να προσθέσετε το σχόλιο σας. Προσέχουμε τα σχόλια μας να τηρούν τον κώδικα δεοντολογίας.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.