Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

Η κάρτα από τη Μαριούπολη στη δημιουργική γραφή

-       Πες μου Σοφία, πες μου. Τι έγινε; Πώς κατέληξες εδώ;  είπε με μεγάλη ανυπομονησία η Νάντια.
-       Τι να σου πω;  απάντησε κοφτά η Σοφία. Είναι πολύ άσχημη εμπειρία.
-       Έλα πες, σε μένα θα τα πεις. Είμαστε ή δεν είμαστε φίλες;
-       Η δασκάλα  μας, η κυρία Αναστασία Ίγκόριεβνα έγραφε μια άσκηση στον πίνακα. Εμείς  την αντιγράφαμε για το σπίτι ενώ ο Ιβάν, η Λιούμπα, ο Σάσα και η Οκσάνα 
έκαναν διάφορες γκριμάτσες  ενθουσιασμού. Τους φαινόταν πολύ εύκολη και έτσι το απόγευμα θα είχαν ατέλειωτο χρόνο για παιχνίδια. Κοντεύαμε να τελειώσουμε όταν...
-       Όταν;           
-       Ξαφνικά, ακούσαμε παράξενους δυνατούς ήχους όπως των ασθενοφόρων  όταν τρέχουν σα δαιμονισμένα.  «Σειρήνες , συναγερμός!!  Όλοι έξω γρήγορα , γρήγορα!. Στο υπόγειο αμέσως!!» ούρλιαζε η κυρία μας.
-       Και μετά; ρώτησε η Νάντια κοιτώντας τη στα μάτια.
-       Δεν ξέρω. Ακούγαμε δυνατούς κρότους από βόμβες και πυροβολισμούς . Και φωνές. Πολλές φωνές και κλάματα......
Αφού κοντοστάθηκε για λίγο, συνέχισε με τρεμάμενη φωνή.
- Θυμάμαι μόνο το λεωφορείο όπου πολλά παιδιά κλαίγαμε συνέχεια .
- Ναι, σε είδα εκείνο το βράδυ που κατέβαινες πολύ τρομαγμένη και ιδιαίτερα χλωμή από το λεωφορείο ενώ χιόνιζε πολύ.  Έτρεμες σαν το ψάρι!! Το θυμάμαι το λεωφορείο. Στο μπροστινό παρμπρίζ είχε κολλημένο ένα μεγάλο κόκκινο σταυρό. Με τέτοιο ήρθα και εγώ από το Νόβι Τσαρμαλίκ , το χωριό μου που είναι κοντά στο Αβντίιβγκραντ.
- Ναι. Εντάξει, αποκρίθηκε απότομα η Σοφία θέλοντας έτσι να της δείξει ότι δεν μπορούσε άλλο αυτή τη συζήτηση.
- Λοιπόν, τι λες; Πάμε για κρυφτό; είπε η Νάντια θέλοντας να τη βγάλει από τη δύσκολη στιγμή αλλάζοντας κουβέντα. 
- Έχει πολλά παιδιά στην αυλή συνέχισε, κουνώντας τα μικρά της χεράκια και με ένα βλέμμα που πρόδιδε ότι ήθελε πολύ να την κάνει να νιώσει καλύτερα.
- Έλα , έλα πάμε ...
- Σε λίγο. Τώρα δεν μπορώ είπε η Σοφία με φωνή που μόλις ακουγόταν.
- Μα γιατί ; Πάμε !!
- Σκέφτομαι. Σκέφτομαι συνεχώς το πουλί.
- Πουλί; Ποιο πουλί;
- Ξέρεις, χθες το βράδυ είδα στο όνειρό μου ένα παράξενο χελιδόνι. Το ένα του φτερό δεν ήταν μαύρο όπως όλα τα χελιδόνια αλλά άσπρο. Έχεις δει εσύ ποτέ τέτοιο χελιδόνι;
-Όχι, ποτέ απάντησε η Νάντια. Και τι δουλειά έχει εδώ μέσα στο καταχείμωνο;
-  Ήταν σε ένα κλαδί της μηλιάς μας στο Αβντίιβγκραντ.
- Και;
- Δεν ξέρω. Με κοιτούσε παράξενα  και έλεγε διάφορα. Αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω. Θυμάμαι μόνο που έλεγε: «η γιαγιά, η γιαγιά....». Ταράχτηκα και ξύπνησα.  Τι να σημαίνει άραγε;
- Η μαμά μου, πετάχτηκε η Νάντια , είχε ένα βιβλίο που το έλεγε Ονειροκρίτη.  Από τότε όμως που την πήρε ο Θεούλης, χάθηκε.
- Είδα και το δωμάτιό μου , αλλά......   Θέλω τη μαμά μου, τον μπαμπά μου, τον μικρό μου αδελφούλη τον Σφιάτικ!!  Μου λείπουν. Μου λείπουν πάρα πολύ. Τι να έγινε ο παππούς, η γιαγιά; Αχ πόσο θα ΄θελα να έρθουν να με πάρουν. Να πάμε πίσω στο σπίτι !!!
-  Σε καταλαβαίνω. Τα ίδια δεν περνάω; Ας είμαι λίγο μεγαλύτερη. Κάθε μέρα θέλω την αδελφούλα μου και τον μπαμπά μου. Να ζουν άραγε;  Ο κύριος διευθυντής είπε ότι ο πόλεμος μια μέρα θα σταματήσει. Και όλα θα είναι μια χαρά. ...   Πάμε τώρα. Όλα τα παιδιά είναι στην αυλή. Θα παίξουμε κρυφτό και κυνηγητό. Εντάξει;
- Εντάξει, απάντησε απρόθυμα.
Αφού φόρεσαν τα μπουφάν , τα πλεκτά  κόκκινα σκουφιά και τα γάντια που τους είχαν δώσει κάτι κυρίες, κατέβηκαν τις φαρδιές σκάλες βγαίνοντας στην μεγάλη χιονισμένη αυλή.
Πράγματι, η αυλή του ορφανοτροφείου της Μαριούπολης εκείνη την παγωμένη αλλά  ηλιόλουστη, σχεδόν ανοιξιάτικη μέρα του Φεβρουαρίου,  ήταν γεμάτη παιδιά. Παιδιά του πολέμου τα περισσότερα, που  ήταν σκορπισμένα παντού. Ο Ιβάν και ο Αντρέι προσπαθούσαν να βάλουν ξύλα για χέρια στο χιονάνθρωπο δίπλα από το κλειστό συντριβανάκι . Η Μάσα, ο Όλεγκ,  η Ναταλία η μικρή,  η Γιούλια  ο Μίσα, η Όλγα , η Νάστια  η ψηλή και η Νάστια  η ξαδέλφη της έπαιζαν  κρυφτό, πίσω από τα παρτέρια με τα λουλούδια και τις ψηλές αγριοκαστανιές.
-Τι κάνουν αυτοί εκεί; ρώτησε η Σοφία.
- Παίζουν κρυφτό.
- Όχι αυτοί.  Οι άλλοι στα παγκάκια .
- Δεν ξέρω. Πάμε να δούμε, απάντησε η Νάντια τραβώντας τη από το χέρι .
Μια παρέα αγοριών είχαν σταματήσει να παίζουν ποδόσφαιρο, είχαν μαζευτεί γύρω από τον Ιγκόρ  - τον αρχηγό τους - και κοιτούσαν που στα μεγάλα χέρια του είχε ένα πουλί.
-       «Κοράκι είναι», φώναξε ο Άλεξ.
-       «Όχι βρε!! κουρούνα » πετάχτηκε ο Βλαντιμίρ.
-       «Βρε παιδιά, πετάξτε το στο θάμνο να παίξουμε. Μ΄ένα χαζοπούλι θα ασχολούμαστε τώρα;  Άντε.... σε λίγο θα φωνάξουν  για φαγητό» είπε ο Αλεξέι.
-       «Καλά λες»,  συμφώνησε ο Ιγκόρ , «Άντε, ας πρόσεχε, ας μην έφευγε από τη φωλιά του το χαζό. Δεν ήξερε ότι θα παγώσει και δεν θα μπορεί να πετά;»  και βάζοντας δύναμη το πέταξε στους θάμνους με τις τριανταφυλλιές και τους πυράκανθους.  
     Τα κορίτσια βλέποντας τη σκηνή,  οργίστηκαν . 
-       Πάμε γρήγορα να το βρούμε, είπε η Σοφία 
-       Εκεί πίσω είναι. Το βλέπω, νάτο,  φώναξε η Νάντια.
-       Ωωωωωωω!!!!! Είναι χελιδόνι!!!  το χελιδόνι μου, πετάχτηκε η Σοφία και αμέσως χώθηκε μέσα στον αγκαθωτό πυράκανθο για να το πιάσει.
-       Αυτό είναι . Νάτο και το άσπρο του φτερό...... Όμως το καημένο έχει αίματα. Αυτά τα αναίσθητα παλιόπαιδα φταίνε...
-       Γρήγορα στην κυρία Αλεξέεβνα είπε η Νάντια. Θα μας το περιποιηθεί. Νομίζω ότι απλά γρατσουνίστηκε. Πάμε.
Πράγματι ξημερώνοντας,  το παγωμένο πουλί με τις περιποιήσεις της ευαίσθητης κυρίας Αλεξέεβνας, της καθαρίστριας, ανάρρωσε  αμέσως . Ζωντάνεψε και άρχισε να φτεροκοπά δυνατά μέσα στο χαρτοκούτι με το ψωμάκι και το νερό. Τα κορίτσια δεν ξεκολλούσαν από πάνω του. Ειδικά η Σοφία δεν πήγε για πρωινό. Έμεινε μόνη στο θάλαμο μαζί του .
-Τι ωραία!! Είναι μια χαρά τώρα !! Θα πετάξει και πάλι, σκέφτηκε.  Αχ, να μπορούσα να  πετάξω κι εγώ στο Αβντίιβγκραντ, να δω τι έγινε;
- Θα σου πω εγώ , ακούστηκε μια λεπτή και παράξενη φωνή μέσα από το χαρτοκούτι.  
- ......μιλάς; Τι; ....δεν είσαι χελιδόνι;
- Χελιδόνι είμαι. Μη φοβάσαι. Απλά είμαι λίγο διαφορετικό. Αλλά ας το αφήσουμε αυτό. Σου έχω νέα.  Όμως δεν έχω πολύ χρόνο. Πρέπει να πάω και σε άλλα παιδιά .  
-Τι; Πες γρήγορα. Τι ξέρεις;  λέγε σε παρακαλώ.
- Όπως σου είπα είμαι λίγο διαφορετικό. Μου αρέσουν οι περιπέτειες. Το φθινόπωρο δεν έφυγα για την Αίγυπτο, τη ζεστή πατρίδα μου αλλά ήρθα από την Αθήνα εδώ, στην Ουκρανία . Ταξίδεψα στα χνουδάτα άσπρα σύννεφα, πάνω από τα βαθυγάλαζα νερά της  Μαύρης Θάλασσας , πάνω από χωράφια και μακριές στέπες φτάνοντας σε πολλά μέρη.  Χθες έψαχνα να σε βρω. Όμως, όπως καθόμουν στο κλαδί πάνω από το ξύλινο παγκάκι , πάγωσα και έπεσα κάτω. Ευτυχώς που ήρθατε. Μου σώσατε τη ζωή. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
- Τι ξέρεις;  ψέλλισε η Σοφία.
- Χθες λοιπόν , επέστρεψα  από το Αβντίιβγκραντ.
- Είδες τους δικούς μου ; λέγε, λέγε....
-  Όλοι τους είναι μια χαρά. ..... εκτός.....  Η γιαγιά σου ξέρεις .......
- Τι ; δεν είναι καλά η γιαγιούλα μου;
- Σε καμαρώνει από ψηλά, μαζί με τους αγγέλους....   Ο μπαμπάς σου όμως,  έρχεται την Κυριακή  να σε πάρει. Οι βομβαρδισμοί σταμάτησαν, είπαν ότι θα σταματήσει ο πόλεμος ότι θα γίνει ειρήνη. 
- Καημένη γιαγιά......  Πες και για την Νάντια;
- Για την Νάντια;
- Ναι, την αγαπώ πολύ. Πήγες στο Νόβι Τσαρμαλίκ;
- Πήγα , αλλά ...... δυστυχώς..., είπε κοφτά το χελιδόνι. Καταλαβαίνεις. Εκεί έγινε μεγάλος χαμός. Ελάχιστοι γλίτωσαν.   Όμως πρέπει να φύγω. Άνοιξε σε παρακαλώ το παράθυρο.
Η Σοφία σαστισμένη έτρεξε και με τα δύο της χεράκια το άνοιξε.
- Γεια σου Σοφία!! Ευχαριστώ !! είπε φτεροκοπώντας δυνατά.
- Στο καλό!! Στο καλό μικρέ μου φίλε. Να προσέχεις τις παγωνιές. Εγώ σ ΄ευχαριστώ για όλα. Στο καλό!!!   
- Που είναι το χελιδονάκι ; απόρησε η Νάντια γυρνώντας.
-  Έφυγε, πέταξε ψηλά, είπε η Σοφία προσπαθώντας να κρύψει τη μεγάλη της χαρά και θλίψη ταυτόχρονα. Έλα, πάμε να παίξουμε όποιο παιχνίδι θέλεις. Πάμε, πάμε.
  Η Κυριακή μέχρι να έρθει της φάνηκε αιώνας. Πρωί πρωί, κολλημένη στο τζάμι, η Σοφία περίμενε. Ο ήχος του ταξί δεν άργησε να ακουστεί. Ναι, ήταν οι γονείς της!!!
-  Μπαμπά, μαμά εδώ είμαι!! Πετάχτηκε στην αγκαλιά τους κλαίγοντας. 
Η Νάντια ακούγοντας τις ξαφνικές φωνές της, έτρεξε να δει τι συμβαίνει. Μόλις την είδε, κοντοστάθηκε. Δεν ήθελε να της στερήσει αυτή τη μεγάλη στιγμή. Η Σοφία όμως την είδε. Κατάλαβε. Σταμάτησε απότομα  ψιθυρίζοντας κάτι στο αυτί τους.  
-       Βεβαίως!!  ακούστηκε η δυνατή φωνή του μπαμπά της.
-       Με όλη μας την καρδιά!! συμπλήρωσε η μαμά της.
-       Έλα Νάντια, έλα εδώ, φώναξε η Σοφία τρέχοντας γρήγορα προς το μέρος της μαζί με τους γονείς της. Αμέσως σφιχταγκαλιάστηκαν κλαίγοντας από συγκίνηση.
Δεν πέρασε ούτε μια ώρα. Οι γονείς  βγήκαν από το γραφείο του διευθυντή με χαμόγελα και ευχαριστίες,  χαιρετώντας το προσωπικό και τα παιδιά που κοιτούσαν κάπως μουδιασμένα.  Το ταξί περίμενε. Μπροστά κάθισε ο μπαμπάς και πίσω η μαμά , η Σοφία και η Νάντια ...η νέα της αδελφή!!
..........................................................................................................................................
Βαλέρια Ζούμποτσεκ    4ο Έτος Τμήματος Ελληνικής  Μετάφρασης
Νάντια Κατσάνοβα       4ο Έτος Τμήματος  Ελληνικής Φιλολογίας
Αλεξάνδρα Νικίτινα     4ο Έτος Τμήματος  Ελληνικής Φιλολογίας
Σβετλάνα Σοροτσάν     4ο Έτος Τμήματος Ελληνικής  Μετάφρασης
Όλια Σβιζένκο            4ο Έτος Τμήματος  Ελληνικής Φιλολογίας

Αργύρης Νίκας  &  Έφη Μακρή
                   Φιλόλογοι


2 σχόλια:

  1. Αγαπημένοι φίλοι στη Μαριούπολη, μου άρεσε πολύ το κείμενό σας. Το ότι είναι γραμμένο σε μορφή διαλόγου του δίνει ζωντάνια. Θα ήθελα να το επεξεργαστείτε προσθέτοντας σημεία στα οποία μιλά ο αφηγητής κι άρα μπορεί να μας περιγράψει τα συναισθήματα των παιδιών. Επίσης όσα στοιχεία δεν χρειάζονται στην εξέλιξη της ιστορίας δεν υπάρχει λόγος να αναφέρονται. Εξαιρετικό το μαγικό στοιχείο - ότι το χελιδόνι μιλά. Ίσως πρέπει να το τονίσετε περισσότερο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Χαιρόμαστε πολύ που σας άρεσε το κείμενό μας. Το πρόβλημά μας ήταν ότι είχαμε ξεφύγει πάρα πολύ ως προς τον αριθμό των λέξεων και αναγκαστήκαμε να "κόψουμε". Αν δεν είναι τόσο σοβαρό το ΄ζήτημα του ορίου των λέξεων, τότε ναι , να το προσπαθήσουμε στα σημεία που επισημάνατε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Εδώ μπορείτε να προσθέσετε το σχόλιο σας. Προσέχουμε τα σχόλια μας να τηρούν τον κώδικα δεοντολογίας.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.