Κυριακή 30 Απριλίου 2017

Η κάρτα από την Οδησσό

Η ΚΑΡΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΔΗΣΣΟ

 Μία ζεστή καλοκαιρινή μέρα στην ηλιόλουστη Οδησσό, η μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού κατέκλυζε τον αέρα. Στο δεύτερο όροφο του παλιού Σοβιετικού σπιτιού, με τα παράθυρα ανοιχτά η Αγγελίνα έφτιαχνε φαγητό για τον αγαπημένο σύζυγό της και τα δύο της παιδιά,. Οι ακτίνες του ήλιου  έλουζαν το δωμάτιο και το τραγούδι των πουλιών συχνά την αποσπούσε από τις συνηθισμένες  της ασχολίες. Την ηρεμία του μεσημεριού διέκοψε ξαφνικά ο νευρικός ήχος του τηλεφώνου,. Η Αγγελίνα το σήκωσε με μια ανεξήγητη ανησυχία «Καλησπέρα σας» ακούστηκε μια κοφτή αντρική φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής «σας τηλεφωνώ από τον Καναδά, είμαι ο δικηγόρος του πατέρα σας, που δυστυχώς απεβίωσε χθες το βράδυ. Τα συλλυπητήριά μου κυρία μου .Σας πληροφορώ ότι είστε κληρονόμος μιας σεβαστής περιουσίας …για περισσότερες λεπτομέρειες θα επικοινωνήσω ξανά μαζί σας». Το τηλέφωνο έκλεισε απότομα και η Αγγελίνα έμεινε αποσβολωμένη να το κοιτά.
  «Πατέρα» φώναξε δυνατά , μη μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Πατέρα …πόσα χρόνια είχε να πει αυτή τη λέξη, από τότε που κοριτσάκι πέντε χρόνων έμεινε μόνη με τη μητέρα της στην Ουκρανία την περίοδο του Σταλινικού καθεστώτος, μετά την εξαφάνιση του πατέρα της χωρίς καμία ειδοποίηση, χωρίς ποτέ να μάθουν  γιατί τις εγκατέλειψε. Οι μνήμες άρχισαν να την κατακλύζουν , πρώτα οι ευτυχισμένες που τόσο λίγο την συντρόφευσαν στη ζωή της ,καθώς θυμόταν τον πατέρα της να επιστρέφει από τη δουλειά του, να την αγκαλιάζει με λατρεία και έτσι να κατευθύνονται προς το πιάνο και να παίζουν ώρες ατελείωτες.  Είχε χρόνια να ασχοληθεί με το  πιάνο , αλλά τώρα μια ανεξήγητη δύναμη οδηγούσε τα χέρια της να παίξουν την αγαπημένη μελωδία του πατέρα της
  Ξαφνικά σηκώθηκε απότομα και πήγε προς το παράθυρο. Σκοτεινές αναμνήσεις άρχισαν να την κατακλύζουν από την περίοδο της εγκατάλειψης. Οι προηγούμενες στιγμές ευτυχίας τότε έδωσαν τη θέση τους στις μνήμες από τη φτώχεια και τη δυστυχία.  Η μητέρα της έπεσε σοβαρά άρρωστη  και έπρεπε η μικρή Αγγελίνα να φροντίζει πια και τις δύο ,δουλεύοντας όπου μπορούσε για λίγα χρήματα. Για σχολείο ούτε λόγος , θέληση υπήρχε, όχι όμως χρόνος .Πόσες φορές την πλήγωσαν τα λόγια του κόσμου που την αποκαλούσε ορφανό… όχι δεν ήταν ορφανό, ο πατέρας ήταν ζωντανός και πάντα ήλπιζε ότι θα γυρνούσε κοντά τους. Μέσα στην στέρηση και την καθημερινή πάλη για επιβίωση πέρασαν τα χρόνια , με την αγάπη προς τον πατέρα όμως να έχει μετατραπεί σε μίσος και χιλιάδες αναπάντητα γιατί. Η τύχη ευτυχώς κάποια στιγμή της χαμογέλασε και λίγο πριν ενηλικιωθεί παντρεύτηκε έναν ευκατάστατο κύριο , τον οποίο με τον καιρό πραγματικά αγάπησε.
  Όλα αυτά σκεφτόταν η Αγγελίνα κοιτάζοντας τα πουλιά που πετούσαν ανέμελα έξω από το παράθυρό της «τουλάχιστον αυτά ζούνε με ανεμελιά» σκέφτηκε .Τότε την προσοχή της τράβηξε ένα χελιδόνι. που ωστόσο ήταν τόσο διαφορετικό από άλλα …είχε ένα άσπρο φτερό… άσπρο ,το χρώμα που πάντα της έδινε ελπίδα!… τα βλέμματα της Αγγελίνας και του πουλιού συναντήθηκαν… η Αγγελίνα ένιωσε κάτι απόκοσμο , ήθελε να απομακρυνθεί από το παράθυρο, αλλά τα πόδια της είχαν καρφωθεί στο πάτωμα. Τότε κατάλαβε… μα ναι, το χελιδόνι ήταν η ψυχή του νεκρού πατέρα της.
  Το χελιδόνι πέταξε κοντά της και την κοίταξε με υγρά μάτια .Χωρίς στην πραγματικότητα να βγάλει ούτε μια λέξη, η Αγγελίνα κοιτώντας το νόμιζε ότι άκουγε τη φωνή του πατέρα της που θυμόταν τόσο καθαρά: «Κόρη μου , αγαπημένη μου κόρη, είναι αργά πλέον για να με συγχωρήσεις; Άγγελέ μου, θέλω να σου πω την ιστορία μου , μήπως λίγο ηρεμήσουν οι ψυχές και των δυο μας, γιατί το βάρος είναι ασήκωτο. Θέλω να ξέρεις ότι τότε δεν έφυγα με τη θέλησή μου, αλλά αναγκάστηκα να σας αφήσω …ήταν ένας παγερός Δεκέμβρης όταν ειδοποιήθηκα ξαφνικά από την αστυνομία να παρουσιαστώ ..αυτό ήταν , κατάλαβα ότι έφτασε το πλήρωμα του χρόνου για μένα …πήρα μαζί μου όσα χρήματα είχαμε με την ελπίδα να γλιτώσω …μάταια… το μόνο που κατάφερα ήταν να δωροδοκήσω τους αστυνομικούς ώστε να μην ενοχλήσουν εσάς. Ούτε να σας ειδοποιήσω με άφησαν, η απόφαση ήταν άμεσος εκτοπισμός στη Σιβηρία. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού όμως μπόρεσα να πηδήξω από το τρένο και δραπέτευσα . Περπατούσα για μέρες μέσα στο κρύο ,ενώ η πείνα μου τρυπούσε τα σωθικά. Ευτυχώς σε κάποια χωριά από τα οποία περνούσα, οι άνθρωποι με συμπονούσαν  και μου έδιναν τροφή και κάποια χρήματα που με βοήθησαν να συνεχίσω το ταξίδι μου. Πάντα υπάρχουν σε όλο τον κόσμο άνθρωποι με μεγαλείο ψυχής που βοηθούν όσο μπορούν τους ανυπεράσπιστους και χτυπημένους από τη μοίρα πρόσφυγες .Ίσως και αυτοί να έχουν ζήσει ανάλογες καταστάσεις. Στη συνέχεια λοιπόν έφτασα στην Ουγγαρία και από εκεί για εργασία στον Καναδά. Στην αρχή τα πράγματα ήταν τόσο δύσκολα , καθώς δε γνώριζα τη γλώσσα και έτσι έπεσα πολλές φορές θύμα ρατσισμού. Οι φυλετικές διακρίσεις, η φτώχεια, η ταπείνωση, η απελπισία δυστυχώς είναι πιστοί σύντροφοι των προσφύγων . Προσωρινά ζούσα σε κοινόβιο σπίτι με ανθρώπους από  διαφορετικές χώρες και προσπαθούσαμε ο ένας να στηρίξει τον άλλο στον σκληρό δρόμο της προσφυγιάς . Τα χρήματα λιγοστά, η ανάμνησή σου καρφί στην ψυχή μου. Μερικές φορές ήθελα να αυτοκτονήσω. Ένα βράδυ όμως η τύχη μου άλλαξε. καθώς  παίζοντας πιάνο σ’ ένα  μπαρ, με άκουσε μια γυναίκα που στο μέλλον έγινε όχι μόνο η γυναίκα μου, αλλά και βασικός συναισθηματικός και οικονομικός υποστηρικτής μου και Μούσα μου. Έτσι κατάφερα και έγινα ξακουστός συνθέτης εδώ στον Καναδά.
  Χρόνια προσπαθούσα να σε βρω, αλλά δεν σε έβρισκα .Προφανώς αμέσως αλλάξατε σπίτι με τη μητέρα σου. Σκεφτόμουν πόσο θα έχει μεγαλώσει η πριγκίπισσά μου , θα έχει γίνει μια πραγματική κυρία. Τα τελευταία χρόνια η αλήθεια είναι ότι ανακάλυψα που μένεις ,αλλά δεν είχα πια το θάρρος να επικοινωνήσω μαζί σου …πίστευα πως πλέον είναι αργά, φοβόμουν τόσο πολύ την απόρριψη Πόση δυστυχία θα έζησες όταν με πήραν μακριά σου .Η προσφυγιά είναι σκληρή κοριτσάκι μου, αλλά αυτά που ταλαιπωρούνται περισσότερο είναι τα παιδιά των προσφύγων που μένουν πίσω. Συχνά με ρωτούσαν γιατί οι μελωδίες μου είναι τόσο μελαγχολικές, γιατί ακούγεται τόσο οδυνηρά ο ήχος του βιολιού. Τους απαντούσα ότι αυτές οι μελωδίες είναι η παρηγοριά του πρόσφυγα  πατέρα που εκφράζει τα συναισθήματά του στην αγαπημένη του κόρη που οι συνθήκες ζωής και η προσφυγιά τους χώρισαν τόσο απρόσμενα και αναπάντεχα .Ούτε η δόξα, ούτε η αναγνώριση με  βοηθήσανε  να ολοκληρωθώ, γιατί πάντα μου έλειπε το άλλο κου μισό ..εσύ. Αντίο άγγελέ μου , ελπίζω τώρα που έμαθες την αλήθεια να με συγχωρέσεις ,έστω και τόσο αργά.»
   Το χελιδόνι πέταξε μακριά, αλλά τώρα όλα ήταν διαφορετικά. Η Αγγελίνα ένιωθε απελευθερωμένη, στο πνεύμα της κυριαρχούσε μια πρωτόγνωρη αγαλλίαση. Η μνήμη του πατέρα της είχε αποκατασταθεί στην ψυχή της, τα φαντάσματα του παρελθόντος έμοιαζαν σα να ανήκαν στη ζωή μιας άλλης .Έστω και τόσο αργά έμαθε την αλήθεια χάρη στο χελιδόνι με το άσπρο φτερό …η ημέρα που το συνάντησε ήταν και η ημέρα που ξαναγεννήθηκε.