Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

Από τη Βουλγαρία

Το άσπρο φτερό

Αγαπημένε μου αδελφέ Ναδίρ,

Η κυρία Ζντράβκα μας είπε να γράψουμε ένα γράμμα σε κάποιον από την οικογένειά μας. Γι’ αυτό , γράφω σ ’εσένα.

           Ξέρεις, όταν μου είπες να φύγω από τη Συρία με τους γείτονές μας, σκέφτηκα ότι θα έρθεις κι εσύ. Είμαι ακόμα πολύ θυμωμένη μαζί σου γι’ αυτό, αλλά θα είμαι καλό κορίτσι και θα σε συγχωρήσω που δεν ήρθες. Γιατί δεν ήρθες; Γιατί με άφησες μόνη μου; Ναδίρ,  πρέπει κι εσύ να έρθεις στη Βουλγαρία. Έχουν χιόνι εδώ (ακριβώς σαν τις ταινίες)!
           Αλλά δεν πρέπει να βιαστείς. Άκουσα ότι κάποιοι άνθρωποι που προσπάθησαν να έρθουν εδώ χάθηκαν στη θάλασσα. Γι’ αυτό  πρόσεξε για να μην χαθείς κι εσύ. Αλλά και αν γίνει αυτό, σου υπόσχομαι ότι θα έρθω να σε βρω (ακριβώς όπως όταν παίξαμε κρυφτό στην αυλή του σπιτιού μας και στο πάρκο με τα ψηλά δέντρα). Μερικοί λένε ότι η μαμά και ο μπαμπάς έχουν ήδη χαθεί. Θα πρέπει να με βοηθήσεις να τους βρούμε.
          Εδώ είμαστε μόνο τα παιδιά που οι γονείς τους έχουν χαθεί και οι δασκάλες μας. Τα καινούργια παιδιά που έρχονtαι είναι όλα κλαψιάρικα. Κλαίνε κάθε βράδυ, αλλά εγώ δεν κλαίω, γιατί ξέρω ότι θα με κορόιδευες, είμαι μεγάλο κορίτσι εγώ…κάνω κουράγιο και υπομονή….έτσι δεν μου είπες όταν με φίλαγες πριν ξεκινήσω για τον άγνωστο δρόμο;
Τώρα, θέλω να σου πω για την κυρία Ζντράβκα. Είναι η καλύτερη δασκάλα που είχα ποτέ! Χθες μας πήρε να πάμε βόλτα στο Πλόβντιβ (είναι η πόλη που ζούμε). Είναι τόσο μεγάλη! Είναι δύο και τρεις φορές το μικρό χωριό μας!!! Και υπάρχουν τόσα πολλά φώτα παντού. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δεν μπορώ να καταλάβω τι λέει ο κόσμος. Και αυτός είναι ο λόγος που έχουμε την κυρία Ζντράβκα. Αυτή μας διδάσκει τα πάντα. Μας λέει ότι όλοι είμαστε διαφορετικοί και ξεχωριστοί, όλοι αξίζουμε την αγάπη και τη φροντίδα.
Και η κυρία Ζντράβκα μας αγαπάει πραγματικά κι εγώ το καταλαβαίνω. Το καταλαβαίνω από τα μάτια της που δακρύζουν όταν μας βάζει να μιλάμε για τη Συρία. Είναι πολύ σημαντικό λέει να μην ξεχνάμε τον τόπο μας αλλά να τον θυμόμαστε όμορφο όπως ήταν τότε. Μας λέει κι άλλα πράγματα, για τους ανθρώπους, για τη φύση, για τα ζώα, μας μιλάει για τη ζωή, μας λέει πόσο σημαντικό είναι να βοηθάει ο ένας τον άλλο. Γι΄ αυτό κι αυτή βοηθάει εμάς να μεγαλώσουμε, να ξεχάσουμε τον πόλεμο και να τα καταφέρουμε να ζήσουμε σε μια άλλη χώρα, με άλλους ανθρώπους, με άλλη γλώσσα, με άλλες συνήθειες. 
Αλλά αυτός δεν είναι ο λόγος που είναι η καλύτερη δασκάλα. Κάθε βράδυ μας λέει μια ιστορία για ύπνο. Χθες μας είπε για το χελιδόνι με το άσπρο φτερό. Είπε, αν το δούμε όλα τα όνειρά μας θα γίνουν πραγματικότητα. Ο Τζαμάλ (αυτός είναι ο καλύτερός μου φίλος) λέει ότι δεν την πιστεύει, αλλά νομίζω ότι η κυρία λέει την αλήθεια. . Ο Τζαμάλ φοβάται τους ανθρώπους, άνθρωποι σκότωσαν τους γονείς του και έμεινε μόνος του. Δεν έχει εμπιστοσύνη σε κανέναν παρά μόνο σε μένα. Κι εγώ προσπαθώ να του πω ότι όλοι οι άνθρωποι δεν είναι κακοί. Λέει ότι είναι δυνατός αλλά εγώ το βράδυ τον ακούω που κλαίει. Του είπα να μιλήσει με την κυρία Ζντράβκα, του μιλάω κι εγώ κι αυτός σκύβει το κεφάλι και σκέφτεται. Μια φορά μου χάιδεψε το κεφάλι. μου είπε ότι του αρέσουν οι πλεξούδες μου και μου χαμογέλασε. Ήταν όμορφο το χαμόγελό του!
 Η δασκάλα μας κάνει πλεξούδες σε όλα τα κορίτσια. Είπε ότι τα δικά  μου μαλλιά είναι χρυσά σαν το σιτάρι που κάνουμε το ψωμί και τώρα τα παιδιά με φωνάζουν «ψωμί-κορίτσι».
Μεγάλε μου αδελφέ, σε παρακαλώ να έρθεις εδώ όσο πιο σύντομα μπορείς. Πριν από λίγο καιρό ένας άνθρωπος είπε στον Tζαμάλ ότι οι γονείς του δεν θα έρθουν γι’ αυτόν ποτέ…ότι πέθαναν κάπου σε κάποιο μέρος…. Φοβήθηκα όταν τον άκουσα να κλαίει όλη τη νύχτα.
Γι’ αυτό τώρα βγαίνω κάθε μέρα και ψάχνω το χελιδόνι με το άσπρο φτερό. Θέλω να του πω να σε φέρει εδώ. Φοβάμαι μόνη μου, φοβάμαι μήπως μου πουν και μένα ένα άσχημο νέο, φοβάμαι μήπως δεν σε ξαναδώ…..

Έλα εδώ γρήγορα.
Σ΄αγαπώ πολύ, ΄Aσα
Υστερόγραφο: Να μη χαθείς!

Το μάθημα τέλειωσε και τα παιδιά όλα έδωσαν τις επιστολές τους στην δασκάλα.
Η Άσα σηκώθηκε και πήγε κοντά στο παχουλό αγόρι.
Έλα , Tζαμάλ ας πάμε να βρούμε το χελιδόνι με το άσπρο φτερό! είπε η Άσα καθώς τον έσερνε έξω από την τάξη.
-Τα χελιδόνια έρχονται εδώ μόνο το καλοκαίρι, ψωμί-κορίτσι- γκρίνιαξε το αγόρι, αλλά το κορίτσι περπατούσε μπροστά, προσποιούμενη ότι δεν τον είχε ακούσει.
Έβαλαν τα μπουφάν τους και βγήκαν στη χιονισμένη αυλή. Ο Tζαμάλ και η Άσα σύντομα ξέχασαν τι έπρεπε να ψάξουν και άρχισαν να παίζουν με το χιόνι μέχρι που η δασκάλα τους φώναξε να μπουν μέσα. Το αγόρι πήγε  πρώτο. Μόλις έμεινε μόνη η Άσα κοίταξε γύρω της κρυφά πριν αρχίσει να φωνάζει:
-Κύριε χελιδόνι! Κύριε χελιδόνι! Θέλω τον μεγάλο αδελφό μου να έρθει εδώ! Τον λένε Ναδίρ και είναι από τη Συρία!!!
 Η Άσα ήξερε ότι τα παιδιά μέσα στην τάξη πιθανώς να γελούσαν μαζί της. Μετά από λίγο η κοπέλα έσκυψε κάτω στο χιόνι. Καυτά δάκρυα κύλισαν στα μάγουλά της.
-Θέλω τον αδελφό μου …Θέλω τον Ναδίρ. -μουρμούρισε- Θέλω την οικογένειά μου πίσω. Δεν θέλω να είμαι μόνη μου πια.
Η κοπέλα έλπιζε με όλη την μικρή καρδιά της ότι θα δει το λευκό πουλί.
Κάτι προσγειώθηκε στο κεφάλι της και αυτή πήδηξε πάνω από έκπληξη. Η  Άσα κοίταξε ψηλά και είδε την κυρία Ζντράβκα να της χαμογελάει. Το κοριτσάκι σκούπισε με μανία τα δάκρυα από το πρόσωπό της.
-Δεν έκλαιγα, κυρία- μουρμούρισε. Η δασκάλα κοίταξε μακριά …...
-Ας πάμε να του δώσουμε το γράμμα σου.- είπε.
-Να δώσουμε το γράμμα μου σε ποιον, κυρία; Ρώτησε η Άσα τρέμοντας από το κρύο. Η δασκάλα έδειξε με το χέρι της μακριά, προς το φράχτη. Εκεί στεκόταν ένα πουλί με άσπρο φτερό, σχεδόν αόρατο στο χιόνι.
- Αυτό σημαίνει ότι ο αδελφός μου θα επιστρέψει; - ρώτησε το κορίτσι και ακολούθησε την δασκάλα μέσα στο κτήριο.
-Αν το ελπίζεις και το εύχεσαι πολύ δυνατά, με όλη σου την καρδιά τότε ναι, θα έρθει- απάντησε η γυναίκα.
Ένα αγόρι ηλικίας κάτω των είκοσι με φθαρμένα ρούχα πλησίασε τα σύνορα. Η ταμπέλα μπροστά του έλεγε: «Βουλγαρία». Στην κορυφή της είδε ένα πουλί. Ένα χελιδόνι με άσπρο φτερό. Παραξενεύτηκε και πήγε κοντά του.  Στο στόμα του υπήρχε μια επιστολή, "στο μεγάλο μου αδελφό Ναδίρ» έλεγε ο φάκελος. Το αγόρι χαμογέλασε.

-Ήδη αισθάνομαι ευπρόσδεκτος εδώ.-μουρμούρισε πριν πάει στο σημείο ελέγχου.
 Το χτυποκάρδι του μεγάλωνε όσο πλησίαζε ….…θα περάσει άραγε; Θα καταφέρει να συναντήσει την Άσα ; 

Οι φύλακες τον κοίταξαν, κοίταξαν και τα χαρτιά του ,ήταν σοβαροί και αμίλητοι, η καρδιά του πήγαινε να σπάσει μέχρι να ακούσει το добре дошъл (καλώς όρισες)!!!! Πέρασε και κάθισε στην άκρη του δρόμου . Και τότε ο Ναδίρ θυμήθηκε, θυμήθηκε γιατί την είχε στείλει μακριά. Γιατί την έστειλε μακριά του, μακριά από τους φίλους και τους γείτονές τους. Τα 300€ που είχε δεν ήταν αρκετά για να πάνε μαζί και ήξερε αυτό που του είχε πει ο πατέρας του «οι αθώοι πρώτοι χάνουν τη ζωή τους σε καιρό πολέμου».  Ξανακοίταξε το γράμμα που κρατούσε κλειστό ακόμα στα χέρια του και μια ζεστή φωτιά άναψε μέσα του. Την είχε σώσει από τη φρίκη!! Ήταν μόνο θέμα χρόνου πριν να είναι ξανά μαζί!!!

Ружа Чучури  3o έτος Βουλγαρικής & Νεοελληνικής γλώσσας Πανεπιστήμιο Πλόβντιβ

Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Η τελική κάρτα από τη Ρουμανία


[...] Και να και άλλη κάρτα, αυτή τη φορά  από τη Ρουμανία! Η Φαουζέγια την ανοίγει με μεγάλη περιέργεια και ανυπομονησία και αρχίζει να διαβάζει:



               Αγαπημένη μου Φαουζέγια,
  
     Με λένε Ζαμφίρα, είμαι 12 χρονών και ζω στη Viişoara, ένα όμορφο χωριό στη Β.Α. Ρουμανία, σε ένα αγροτόσπιτο, μαζί με τα δύο αδέλφια μου, τον μπαμπά μου και τη γιαγιά μου. Το χελιδόνι το συνάντησα πριν από λίγες μέρες στη σοφίτα του αχυρώνα μας! Εκείνη τη μέρα τη θυμάμαι πολύ καλά, γιατί ήμουν πολύ στενοχωρημένη με ένα πρόβλημα που είχα στο σχολείο. Πολλές φορές τον τελευταίο καιρό καταφεύγω εδώ πάνω,  γιατί εδώ  με περιμένουν οι φίλοι μου και οι ήρωές μου που τους βρίσκω πάντα μέσα στα βιβλία...Εδώ βρίσκω παρηγοριά...Όμως την ημέρα εκείνη η θλίψη μου δεν έλεγε να υποχωρήσει. Δεν μπορούσα να διαβάσω και απλά ήθελα να κοιτάξω τον ουρανό μέσα από μια χαραμάδα που είχε η σοφίτα μας. Τότε είδα το χελιδόνι. Μόλις άρχισα να το περιεργάζομαι, με ρώτησε ξαφνικά:

- «Γιατί κλαις, όμορφό μου κοριτσάκι; »

- «Γιατί μου λείπει πολύ η μαμά μου», του απάντησα. «Εσύ όμως τι ψάχνεις εδώ ακόμα; χειμώνιασε πια.»

- «Αυτό το άσπρο φτερό που βλέπεις δεν είναι το μόνο πράγμα που με κάνει διαφορετικό. Αποφάσισα να μη ψάξω κι εγώ, όπως οι υπόλοιποι, την άνοιξη, αλλά να προσπαθήσω να βρω διάφορα παιδιά σαν κι εμένα και να γίνουμε φίλοι».

-«Και πώς  με  βρήκες;»

-«Θα σου πω! Καθώς πετούσα για αρκετή ώρα και παρόλη την κούρασή μου, ένιωθα μία περίεργη χαρά μέσα μου. Ήταν από τα τραγούδια και τα γέλια που συνεχώς έβρισκαν δρόμο προς τον ουρανό  τις τελευταίες ώρες. Κοίταξα πιο προσεκτικά προς τα κάτω. Πολλά δάση κάλυπταν αυτήν τη παγωμένη γη και πού και πού κάποιες πολιτείες ή κάποια χωριουδάκια ξεπρόβαλλαν μέσα από αυτά. Όσο πιο φτωχικά ήταν τα μέρη, τόσο πιο πολλά τραγούδια και γέλια ακούγονταν. Τότε κατάλαβα πως πετούσα πάνω από τη Ρουμανία!!»

Μα πώς το κατάλαβες

-«Το κατάλαβα, γιατί θυμήθηκα μια παρέα μεταναστών που είχα συναντήσει πιο παλιά στην Ελλάδα. Όπως και τώρα, έτσι και τότε ήταν  το γέλιο τους που μου είχε τραβήξει την προσοχή και γι’αυτό είχα πάει να καθίσω στο δέντρο που σκίαζε τον πάγκο γύρω απ΄τον οποίο είχε μαζευτεί η παρέα. Μιλούσαν πολύ για την πατρίδα τους, για την Ρουμανία. Κατάλαβα από τις κουβέντες τους πως ο λαός τους έμαθε μες’ απ΄τις πολλές δυσκολίες που πέρασε ότι το γέλιο και το τραγούδι επουλώνουν με τον καλύτερο τρόπο τις πληγές της ψυχής. Έλεγαν επίσης και για τα παιδιά που είχαν αφήσει  πίσω τους στη Ρουμανία όσοι είχαν φύγει από εκεί σε άλλες χώρες, για να μπορέσουν να προσφέρουν μια καλύτερη ζωή στην οικογένειά τους.

-«Α, ωραία!»

-«Ο σκοπός μου λοιπόν τώρα ήταν να βρω ένα από εκείνα τα παιδιά που να χρειάζονται παρηγοριά στη μοναξιά τους και καθώς έψαχνα, είδα σ’ένα μικρό περβάζι πολλά ψίχουλα. Αποφάσισα να φάω πρώτα, γιατι η φύση δεν έχει πολλά να μου προσφέρει τώρα. Έτσι σε είδα λίγα λεπτά πριν».

Ήδη είχα ξεχάσει  λίγο τον καημό μου με αυτά που μου έλεγε το πουλί.

-«Πού είναι η μαμα σού;» με ρώτησε μετά.

-«Χμ, φαίνεται πως είμαι ένα απο εκείνα τα παιδιά...», του είπα. «Η μαμά μου έφυγε πριν ένα χρόνο στην Ιταλία, για να δουλέψει, γιατί η οικογένειά μας περνούσε όλο και πιο δύσκολα οικονομικά. Αποκτήσαμε καινούριο αδελφάκι που μας έκανε πολύ χαρούμενες εμένα και την μικρότερη αδελφή μου,  αλλά οι γονείς μας ζορίζονταν κάθε μέρα και πιο πολύ για να βγάλουμε το ψωμί μας. Ο μπαμπάς μου είχε απελπιστεί  πια να ψάχνει  και να μη βρίσκει δουλειά. Όταν ο μικρούλης έγινε ενός έτους, η μαμά βρήκε δουλειά στην Ιταλία και έφυγε αφήνοντάς μας με την γιαγιά που μένει μαζί μας.  Η καημένη είναι άρρωστη και κουράζεται πολύ με τόσες δουλειές που της έμειναν από την μαμά. Εγώ την βοηθάω όσο μπορώ, αλλά έχω και το σχολείο μου και ο μπαμπάς πίνει πολύ απο τότε που έφυγε η μαμά και πάει και κλείνεται συνέχεια στην καλοκαιρινή κουζινούλα μας που βρίσκεται  στο βάθος της αυλής μας. Ποτέ δεν μπορώ να συζητήσω με κανέναν τους... Σήμερα, όταν πήγα να μιλήσω με την γιαγιά, αυτή ήταν τοσο αγχωμένη, για να τα έχει όλα έτοιμα, που δεν μπορούσε να με ακούσει. Ξέχασε και να με ρωτήσει αν πεινάω και με έστειλε να κάνω τα μαθήματά μου, για να έρθω μετά να την βοηθήσω, γιατί δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνη της.  Τον μπαμπά τον είδα να μπαίνει στην κουζινούλα παραπατώντας και χτυπώντας πίσω του την πόρτα... Μου λείπουν οι συμβουλές του, μου λείπει  η προστασία του...»

        
-«Δηλαδή για ποιο πράγμα ακριβώς θα ήθελες να τους μιλήσεις

- «Θα σου πω. Στο σχολείο σήμερα, σε ένα διάλειμμα, κάποια αγόρια από μια μεγαλύτερη τάξη άρχισαν πάλι να με πειράζουν και να με κοροϊδεύουν. Τον τελευταίο καιρό συνεχώς μου δημιουργούν προβλήματα και με πειράζουν οι συμμαθητές μου! Ευτυχώς όμως που ο ΑντρεΪ, ένα  συμπαθητικό, γαλανομάτικο αγόρι, δύο χρόνια μεγαλύτερό μου, που τον τελευταίο καιρό μου χαμογελάει  κάθε φορά που με αντικρίζει, πήρε το μέρος μου και στο τέλος υποχώρησαν. Παρόλα αυτά, εγώ νιώθω τόσο μόνη και πληγωμένη! Στον μπαμπά μου πια δεν μπορώ να μιλήσω, για να με συμβουλεύσει και να με προστατεύσει, όπως έκανε παλιά. Την μαμά δεν θέλω να την πάρω τηλέφωνο, για να μην την στεναχωρήσω εκεί που είναι μακριά.»

      Του έλεγα όλα αυτά και η καρδιά μου λίγο  ξαλάφρωσε, γιατι είχα κάπου να τα πω τουλάχιστον. Δεν φανταζόμουν πως ο νέος μου φίλος θα με βοηθούσε κιόλας!  Ήρθε κοντά στο τραπέζι μου και έκανε μια πιρουέτα, λέγοντάς μου πως ξέρει τι θα κάνει, για να με βοηθήσει:

- «Έχω μια ιδέα!! Πιάσε δύο χαρτάκια και γράψε πάνω αυτά που θες να πεις στoν μπαμπά και τη γιαγιά σου. Η θλίψη και οι έγνοιες τους τύφλωσαν. Αν όμως δουν αυτήν την ασυνήθιστη  κίνηση από εσένα, σίγουρα θα τους τραβήξει την προσοχή! Θα πάω να τους τα δώσω εγώ!»


Ενθουσιάστηκα πολύ με την ιδέα και έγραψα γρήγορα ό,τι κουβαλούσα μέσα στην ψυχή μου.

             Πρώτα έγραψα στη γιαγιά:



          Αγαπημένη μου γιαγιούλα, είσαι στο σπίτι αλλά μου λείπεις πολύ!!! Μου λείπουν οι ιστορίες σου, τα τραγούδια σου! Απ' τον καιρό που έφυγε η μαμά, όλα άλλαξαν!! Ασχολείσαι μόνο με τις δουλειές και όσο και αν σε βοηθάω, εσύ δεν  βρίσκεις χρόνο για εμάς. Όσες ιστορίες και αν διαβάζω μόνη μου πάνω στη σοφίτα, καμία δεν μοιάζει με τις δικές σου ιστορίες. Ζηλεύω ακόμη και τους ήρωες των βιβλίων μου, που έχουν τις γιαγιάδες τους και περνάνε όμορφα μαζί!! Άραγε θα γίνεις ποτέ  ξανά η γιαγιά που ξέραμε;

                                                                                                                                           Η Φίρα σου!!





   Αμέσως μετά έγραψα στον μπαμπά:



         Μπαμπάκα μου, ξέρω ότι σου λείπει η μαμά και ότι νιώθεις μόνος. Σε όλους λείπει! Εμείς είμαστε εδώ, εσύ όμως δεν μας βλέπεις! Θα ήθελα πολύ να σε αγκαλιάσω αλλά εσύ δεν με αφήνεις. Το ξέρεις ότι με ρωτάει συνέχεια ο δάσκαλος από το σχολείο για σένα; Και σήμερα που κάποια παιδιά με πείραξαν στο σχολείο, ο δάσκαλος το έμαθε και ζήτησε να σε δει. Εγώ τι να του απαντήσω; Μέχρι και οι φίλοι μου με ρωτάνε γιατί δεν έρχεσαι πια.

                                                                                                                                   Το Ζαμφιράκι σου



           Το χελιδόνι  πήρε τα γράμματα στο ράμφος του και το επόμενο πρωί χτύπησε το παράθυρο του καθενός, περιμένοντας απέξω. Είχε δίκιο. Και οι δύο ξαφνιάστηκαν με το θέαμα και έπιασαν αμέσως τα γράμματα και τα διαβάσανε. Ήρθαν και με αγκάλιασαν και ένιωσα τη χαρά που είχα ένα χρόνο  να νιώσω!!
       Ο μπαμπάς ήρθε στο σχολείο μετά για να μιλήσει με τον δάσκαλό μου. Το απόγευμα φτιάξαμε μαζί με την αδελφούλα μου και με την γιαγιά κεκάκια και τραγουδήσαμε τα παλιά, αγαπημένα της τραγούδια, ενώ ο μπαμπάς έπαιζε με τον μικρούλη. Θα ήταν μια τέλεια μέρα αν  ήταν εκεί και η μαμά. Μια ελπίδα όμως πως θα ξαναγίνουμε μια ευτυχισμένη οικογένεια άνθησε μέσα στην καρδιά μου.
  
     Το χελιδόνι μας κοίταξε απέξω. Βγήκα κι εγώ και τότε μου είπε  ότι πρέπει να φύγει, γιατί σίγουρα τον χρειαζόταν και άλλο παιδί. Αποχαιρετιστήκαμε και τον είδα να απομακρύνεται και να χάνεται στον ουρανό.
Ελπίζω να τον δεις και εσύ ξανά!



                                                                                                                              Με πολλή αγάπη,
                                                                                                                                             Η Ζαμφίρα







     

Φοιτητές:
-Elena Vasiliu, φοιτήτρια της Θεολογικής Σχολής  του  Παν/μίου AL.I.CUZA του Ιασίου και φοιτήτρια του Λεκτοράτου Νεοελληνικών Σπουδών, επίπεδο ελληνομάθειας  Β2.
 -Gabriel Piştea, Υποψ. Διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου AL.I.CUZA του Ιασίου και φοιτητής του Λεκτοράτου, επίπεδο ελληνομάθειας Β1-Β2.
 Υπεύθυνη καθηγήτρια:
Αγγελική Μουζακίτη, Φιλόλογος, Λεκτοράτο Νεοελληνικών  Σπουδών του Παν/μίου AL.I.CUZA του Ιασίου.







Από τη Μόσχα...

ΕΝΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙ ΣΤΑ ΚΡΥΑ…….
Το χελιδόνι πετούσε ψηλά στον  ουρανό  και τον θαύμαζε νιώθοντας ήδη  ότι κάπου χρειάζεται η βοήθειά της. Αλλά ποιος  να τη θέλει; Ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει.
 Ξαφνικά ένιωσε κρύο. Κατέβηκε πιο χαμηλά και είδε μια θέα που το εντυπωσίασε πολύ. Όλη η γη ήταν σκεπασμένη με χιόνι και πάγο. Οι νιφάδες έπεφταν από τον  ουρανό. Οι άνθρωποι φορούσαν πολύ ζεστά ρούχα για να μην κρυώνουν και βιάζονταν να πάνε στα σπίτια τους. Τότε το χελιδόνι κατάλαβε ότι αυτή η χώρα ήταν η Ρωσία στα  μέσα του Δεκέμβρη.

Αν και ήταν  ένα  χελιδόνι, δεν γκρίνιαξε για το κρύο. Έπρεπε να κάνει υπομονή μέχρι να ανακαλύψει τη νέα της αποστολή. Και τότε πετώντας όλο και πιο χαμηλά το χελιδόνι  μας είδε ένα αγόρι που περπατούσε σιγά σιγά στον δρόμο. Πλησίασε πιο κοντά και είδε το παιδάκι  να κλαίει . Ένιωσε τη θλίψη του και είπε στον εαυτό του  ΄΄ Έφτασα! Αυτός ο μικρός   θα είναι ο νέος μου φίλος.΄΄
 Πάνω από το κεφάλι του αγοριού  έλαμψε ένα λευκό φτερό!  Έκπληκτο  το αγοράκι τρόμαξε στην αρχή που ένα χελιδόνι το πλησίασε τόσο πολύ..
- ΄΄Πώς σε λένε;΄΄- τον ρώτησε   .
- ΄΄Με λένε Νικολάι. Και εσένα πώς  σε λένε;΄΄ ρώτησε  κοιτώντας ο μικρούλης όλο και με μεγαλύτερη απορία και σταματώντας να κλαίει. Δεν  είχε δει ποτέ  χελιδόνι να μιλάει!
- ΄΄Εγώ είμαι  η Χελιδόνα΄΄ . Πετάω όπου  με χρειάζονται  και κάνω φίλους σε ολόκληρο τον  πλανήτη! Κι εμείς θα γίνουμε φίλοι σιγά σιγά, το νιώθω.΄΄
- ΄΄Μα πώς …΄΄-  σιγοψιθύρισε ο Νικολάι . Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είναι δυνατό να μοιάζουν αυτός και ένα χελιδόνι.
- ΄΄ Όπως κι εσύ, έτσι εγώ είμαι πολύ μακριά από το σπίτι μου. Δεν στεναχωριέμαι, όμως! Πες μου γιατί κλαις. ΄΄
Το  αγόρι κοίταξε  το μαγικό πουλί , ένα   μικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα μάτια του   και τελικά άρχισε να μιλάει. Στην αρχή δειλά και σιγά και έπειτα γρήγορα και παραστατικά. Έμαθε το χελιδόνι την ιστορία του…
Ο πόλεμος είναι τρομερό πράγμα. Και  ο Νικολάι το έμαθε μόνος του, όταν ξαφνικά καταστράφηκε το σπίτι του στην Ουκρανία από τους βομβαρδισμούς. Όταν έπρεπε να φύγει  μαύρη νύχτα από το χωριό όπου έμενε όλη τη μικρή ζωή του. Έγινε  κακός χαμός και σ'αυτό το χάος έχασε τους γονείς  και τα αδέρφια του ...Ξαφνικά  άκουσε κάποιο δυνατό και πρωτόγνωρο  θόρυβο…. οι βόμβες….. Οι βόμβες έσκαγαν η μία μετά την άλλη.  Φοβήθηκε πολύ, δεν κατάλαβε το παιδί τι έγινε. Δεν έβλεπε σχεδόν τίποτα, γιατί  το πρόσωπό του ήταν όλο δάκρυα και στάχτη. Δεν άκουγε τίποτα  εκτός από φασαρία στα αυτιά του. Τα μάτια του είχαν κοκκινίσει και έκαιγαν. Μπόρεσε να διακρίνει  μέσα στο σκοτάδι ότι όλοι οι άνθρωποι έτρεχαν κάπου. Ο μεγάλος φόβος τον έκανε και εκείνον  να τρέχει   πέρα, πέρα,  χωρίς να καταλαβαίνει πού πρέπει να πάει.
  Έπρεπε να τρέχει με άλλους ανθρώπους -  άγνωστους-   στο δρόμο προς τα σύνορα. Και έτσι τώρα ήτανε στη Ρωσία, χωρίς τους συγγενείς του και  φυσικά χωρίς  καμία ιδέα τι πρέπει να κάνει.
Το χελιδόνι δεν μπορούσε να αφήσει το παιδί έτσι μόνο του. ΄΄ Κάτι πρέπει να κάνω και γρήγορα. Είναι τόσο στενοχωρημένο αυτό το γλυκό αγόρι . Τι μεγάλα προβλήματα  δημιουργούν μερικοί ανόητοι σε τέτοια πλάσματα! ΄΄. Έκανε μία  γρήγορη στροφή γύρω από την πλατεία …βρήκε  αυτό που έψαχνε … και ξαναπέταξε προς το αγόρι.
— ΄΄   Μην στεναχωριέσαι, θα σε βοηθήσω ! ΄΄
    ΄΄ Μα πώς;  Είμαι μόνος μου και δεν ξέρω κανέναν σ’ αυτήν την άγνωστη χώρα !΄΄
    ΄΄ Μη φοβάσαι !΄΄
Το χελιδόνι έκατσε στον ώμο του μικρού…. πλησίασαν σε ένα κτίριο πιο κάτω….   ΚΕΝΤΡΟΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ  μπόρεσε να διαβάσει ο μικρός μαθητής! Τα κατάφερε με τα γράμματα , μα τι σήμαινε πρόσφυγας… πρώτη φορά το άκουγε. Ο νέος του φίλος κατάλαβε την απορία του ΄΄  Άνθρωποι σαν και εσένα , μικρούλη μου, οι οποίοι αναγκάστηκαν να αφήσουν την πατρίδα τους λόγω του πολέμου και να τρέξουν να σωθούν χάνοντας πολλές φορές τις οικογένειές τους! Εδώ στο κέντρο αυτό   προσφέρεται  βοήθεια.΄΄
Πράγματι εκεί βρίσκονταν πολλοί άνθρωποι που βρήκαν άσυλο στη γειτονική  χώρα. Μεγάλες  εκτείνονταν οι σειρές των προσφύγων στους οποίους έδιναν φαγητό. Πιο πέρα  άλλοι  προσπαθούσαν να οργανώσουν στέγαστρα όπου θα μπορούσαν να ζουν προσωρινά.
Το παιδί  άρχισε να ανησυχεί λιγότερο, αλλά ακόμα ήταν μόνος με αυτό το μυστήριο χελιδόνι. ΄΄Ευτυχώς που είναι και αυτό΄΄ σκέφτηκε μέσα του ΄΄   Δε θα άντεχα άλλο μόνος μου.  Περίεργο πράγμα που μιλάει αλλά από την άλλη ευτυχώς !΄΄
Ξαφνικά άκουσε μια πολύ γνώριμη φωνή: "  Νικολάι, αγόρι μου!" "Μάμα;"  Δεν μπορούσε να  το πιστέψει! Ο πατέρας και η μητέρα του και πίσω τα αδέρφια του  έτρεχαν προς το μέρος του. Και μετά … αγκαλιές, φιλιά, δάκρυα χαράς.  Τότε  ο μικρός μας ήρωας με φωνή πνιγμένη αναστέναξε: "Γιατί μαμά;... Γιατί το κάνουν αυτό;" Και η μητέρα που δεν είχε καμία απάντηση, τύλιξε μέσα στην αγκαλιά της τον μικρό... Ήτανε πάλι  μαζί! .  Αυτό είχε προς το παρόν σημασία!
 Το χελιδόνι τούς έβλεπε και ήτανε τόσο ευτυχισμένη όσο δεν ήτανε ποτέ. Αλλά υπήρχε ακόμα ένα πράγμα που έπρεπε να λυθεί…
Έπρεπε να μείνουν κάπου μέχρι να τελειώσει ο καταστροφικός πόλεμος στην πατρίδα τους. Αλλά οι γονείς ήξεραν την απάντηση. Ήθελαν να πάνε στην γιαγιά του  Νικολάι που έμενε σε μια πόλη μακριά από τα σύνορα.   Τώρα όλη η  οικογένεια ενωμένη πάλι  μπορούσε να συνεχίσει τον δρόμο της . Δρόμος δύσκολος! Τουλάχιστον, όμως, ήταν πάλι όλοι μαζί.
- ΄΄ Καλή τύχη !΄΄  -  είπε το χελιδόνι στον  νέο της φίλο .
- ΄΄ Ευχαριστώ πολύ ΄΄ - απάντησε ο χαρούμενος πια μικρός .΄΄ Πού  κατευθύνεσαι τώρα; ΄΄
- ΄΄ Εκεί, όπου χρειάζεται η βοήθειά μου...΄΄- είπε η  Χελιδόνα και πέταξε στον ουρανό όπου εμφανιζόταν ο ήλιος και ας χιόνιζε….



Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Η τελική κάρτα από τη Μαριούπολη.

-       Πες μου Σοφία, πες μου. Τι έγινε; Πώς κατέληξες εδώ;  είπε με μεγάλη ανυπομονησία η Νάντια.
-       Τι να σου πω;  απάντησε κοφτά η Σοφία. Είναι πολύ άσχημη εμπειρία.
-       Έλα πες,είμαστε ή δεν είμαστε φίλες;
-       Η δασκάλα  μας, η κυρία Αναστασία Ίγκόριεβνα έγραφε μια άσκηση στον πίνακα. Εμείς  την αντιγράφαμε για το σπίτι ενώ ο Ιβάν, η Λιούμπα, ο Σάσα και η Οκσάνα  έκαναν διάφορες γκριμάτσες  ενθουσιασμού. Τους φαινόταν πολύ εύκολη και έτσι το απόγευμα θα είχαν ατέλειωτο χρόνο για παιχνίδια. Κοντεύαμε να τελειώσουμε όταν...
-       Όταν;           
-       Ξαφνικά, ακούσαμε παράξενους δυνατούς ήχους όπως των ασθενοφόρων  όταν τρέχουν σα δαιμονισμένα.  «Σειρήνες , συναγερμός!!  Όλοι έξω γρήγορα , γρήγορα!. Στο υπόγειο αμέσως!!» ούρλιαζε η κυρία μας.
-       Και μετά; ρώτησε η Νάντια.
-       Δεν ξέρω. Ακούγαμε δυνατούς κρότους από βόμβες και πυροβολισμούς. Και φωνές. Πολλές φωνές και κλάματα......
Αφού κοντοστάθηκε για λίγο, συνέχισε με τρεμάμενη φωνή.
- Θυμάμαι μόνο το λεωφορείο όπου πολλά παιδιά κλαίγαμε συνέχεια .
- Ναι, σε θυμάμαι που κατέβαινες πολύ τρομαγμένη και ιδιαίτερα χλωμή από το λεωφορείο που στο μπροστινό παρμπρίζ είχε κολλημένο ένα μεγάλο κόκκινο σταυρό. Με τέτοιο ήρθα και εγώ από το Νόβι Τσαρμαλίκ , το χωριό μου που είναι κοντά στο Αβντίιβγκραντ.
- Ναι. Εντάξει, αποκρίθηκε απότομα η Σοφία θέλοντας έτσι να της δείξει ότι δεν μπορούσε άλλο αυτή τη συζήτηση.
- Λοιπόν, τι λες; Πάμε για κρυφτό; είπε η Νάντια θέλοντας να τη βγάλει από τη δύσκολη στιγμή. 
- Έχει πολλά παιδιά στην αυλή συνέχισε με ένα βλέμμα που πρόδιδε ότι ήθελε πολύ να την κάνει να νιώσει καλύτερα.
- Έλα , έλα πάμε ...
- Σε λίγο. Τώρα δεν μπορώ είπε η Σοφία με φωνή που μόλις ακουγόταν.
- Μα γιατί ; συνέχισε η Νάντια.
- Σκέφτομαι. Σκέφτομαι συνεχώς το πουλί.
- Πουλί; Ποιο πουλί;
- Ξέρεις, χθες το βράδυ είδα στο όνειρό μου ένα παράξενο χελιδόνι. Το ένα του φτερό δεν ήταν μαύρο όπως όλα τα χελιδόνια αλλά άσπρο. Έχεις δει εσύ ποτέ τέτοιο χελιδόνι;
-Όχι, ποτέ απάντησε η Νάντια. Και τι δουλειά έχει εδώ μέσα στο καταχείμωνο;
-  Ήταν σε ένα κλαδί της μηλιάς μας στο σπίτι μου.
- Και;
- Δεν ξέρω. Με κοιτούσε παράξενα  και έλεγε διάφορα. Αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω. Θυμάμαι μόνο που έλεγε: «η γιαγιά, η γιαγιά....». Ταράχτηκα και ξύπνησα.  Τι να σημαίνει άραγε;
- Η μαμά μου, πετάχτηκε η Νάντια , είχε ένα βιβλίο που το έλεγε Ονειροκρίτη.  Από τότε όμως που την πήρε ο Θεούλης, χάθηκε.
- Είδα και το δωμάτιό μου , αλλά......   Θέλω τη μαμά μου, τον μπαμπά μου, τον μικρό μου αδελφούλη τον Σφιάτικ!!  Μου λείπουν. Μου λείπουν πάρα πολύ. Τι να έγινε ο παππούς, η γιαγιά; Αχ πόσο θα ΄θελα να έρθουν να με πάρουν πίσω στο σπίτι !!!
-  Σε καταλαβαίνω. Τα ίδια δεν περνάω; Κάθε μέρα αποζητώ  την αδελφούλα μου και τον μπαμπά μου. Να ζουν άραγε;  Ο κύριος διευθυντής είπε ότι ο πόλεμος θα σταματήσει. Και όλα θα είναι μια χαρά. ...   Πάμε τώρα. Όλα τα παιδιά είναι στην αυλή. Θα παίξουμε κρυφτό και κυνηγητό. Εντάξει;
- Εντάξει, απάντησε απρόθυμα.
  Πράγματι, η μεγάλη χιονισμένη αυλή του ορφανοτροφείου της Μαριούπολης εκείνη την παγωμένη αλλά  ηλιόλουστη, σχεδόν ανοιξιάτικη μέρα του Φεβρουαρίου,  ήταν γεμάτη παιδιά. Παιδιά του πολέμου τα περισσότερα. Ο Ιβάν και ο Αντρέι έβαζαν ξύλα για χέρια στο χιονάνθρωπο δίπλα από το κλειστό συντριβανάκι . Η Μάσα, ο Όλεγκ,  η Ναταλία η μικρή,  ο Μίσα, η Νάστια  η ψηλή και η Νάστια  η ξαδέλφη της έπαιζαν  κρυφτό, πίσω από τα παρτέρια με τα λουλούδια και τις ψηλές αγριοκαστανιές.
-Τι κάνουν αυτοί εκεί; ρώτησε ανυπόμονα η Σοφία.
- Παίζουν κρυφτό.
- Όχι αυτοί.  Οι άλλοι στα παγκάκια.
- Δεν ξέρω. Πάμε να δούμε, αποκρίθηκε η Νάντια τραβώντας τη από το χέρι .
  Μια παρέα αγοριών είχαν σταματήσει να παίζουν ποδόσφαιρο, είχαν μαζευτεί γύρω από τον Ιγκόρ  - τον αρχηγό τους - και κοιτούσαν που στα μεγάλα χέρια του είχε ένα πουλί.
-       «Κοράκι είναι», φώναξε ο Άλεξ.
-       «Όχι βρε!! κουρούνα » πετάχτηκε ο Βλαντιμίρ.
-       «Βρε παιδιά, πετάξτε το στο θάμνο να παίξουμε. Μ΄ένα χαζοπούλι θα ασχολούμαστε τώρα;  είπε ο Αλεξέι.
-       «Καλά λες»,  συμφώνησε ο Ιγκόρ , «Άντε, ας πρόσεχε, ας μην έφευγε από τη φωλιά του το χαζό. Δεν ήξερε ότι θα παγώσει και δεν θα μπορεί να πετά;»  και βάζοντας δύναμη το πέταξε στους θάμνους με τις τριανταφυλλιές και τους πυράκανθους.  
     Τα κορίτσια βλέποντας τη σκηνή, φούντωσαν από θυμό.   
-       Πάμε γρήγορα να το βρούμε, είπε η Σοφία 
-       Εκεί πίσω είναι. Το βλέπω, νάτο,  φώναξε η Νάντια.
-       Ωωωωωωω!!!!! Είναι χελιδόνι!!!  το χελιδόνι μου, πετάχτηκε η Σοφία και αμέσως χώθηκε μέσα στον αγκαθωτό πυράκανθο για να το πιάσει.
-       Αυτό είναι . Νάτο και το άσπρο του φτερό...... Όμως το καημένο έχει αίματα. Αυτά τα αναίσθητα παλιόπαιδα φταίνε...
-       Γρήγορα στην κυρία Αλεξέεβνα είπε η Νάντια. Νομίζω ότι απλά γρατσουνίστηκε. Πάμε.
Πράγματι, το πρωί το παγωμένο πουλί με τις περιποιήσεις της καθαρίστριας, ανάρρωσε  αμέσως. Ζωντάνεψε και άρχισε να φτεροκοπά δυνατά μέσα στο χαρτοκούτι με το ψωμάκι και το νερό. Τα κορίτσια δεν ξεκολλούσαν από πάνω του. Ειδικά η Σοφία δεν πήγε ούτε για πρωινό. Έμεινε μόνη στο θάλαμο μαζί του.
-Τι ωραία!! Θα πετάξει και πάλι, σκέφτηκε.  Αχ, να μπορούσα να  πετάξω κι εγώ στο Αβντίιβγκραντ, να δω τι έγινε;
- Θα σου πω εγώ , ακούστηκε μια λεπτή και παράξενη φωνή μέσα από το χαρτοκούτι.  
- ......μιλάς; Τι; ....δεν είσαι χελιδόνι;
- Χελιδόνι είμαι. Μη φοβάσαι. Απλά είμαι λίγο διαφορετικό. Αλλά ας το αφήσουμε αυτό. Σου έχω νέα μα καθόλου χρόνο. Περιμένουν πολλά παιδιά.  
-Τι; Πες γρήγορα. Τι ξέρεις;  λέγε σε παρακαλώ.
- Μου αρέσουν οι περιπέτειες. Το φθινόπωρο δεν έφυγα για την Αίγυπτο αλλά ήρθα από την Αθήνα εδώ, στην Ουκρανία, σε πολλά μέρη.  Χθες έψαχνα να σε βρω. Όμως, όπως καθόμουν στο κλαδί πάνω από το ξύλινο παγκάκι , πάγωσα και έπεσα. Ευτυχώς που ήρθατε. Μου σώσατε τη ζωή. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
- Είδες τους δικούς μου ; λέγε, λέγε....
-  Όλοι είναι μια χαρά. ..... εκτός.....  Η γιαγιά σου ξέρεις .......
- Τι; δεν είναι καλά η γιαγιούλα μου; ψέλλισε η Σοφία.
- Σε καμαρώνει από ψηλά, μαζί με τους αγγέλους....   Ο μπαμπάς σου όμως, έρχεται την Κυριακή να σε πάρει. Οι βομβαρδισμοί σταμάτησαν, είπαν ότι ο πόλεμος τελείωσε.  Θα γίνει ειρήνη. 
- Καημένη γιαγιά......  Πες και για την Νάντια;
- Για την Νάντια;
- Ναι, πήγες στο Νόβι Τσαρμαλίκ;
- Πήγα , αλλά ...... δυστυχώς, είπε κοφτά το χελιδόνι. Καταλαβαίνεις. Εκεί έγινε μεγάλος χαμός. Ελάχιστοι γλίτωσαν.   Όμως πρέπει να φύγω. Άνοιξε σε παρακαλώ το παράθυρο.
Η Σοφία σαστισμένη έτρεξε και με τα δύο της χεράκια το άνοιξε.
- Γεια σου. Ευχαριστώ !! είπε φτεροκοπώντας δυνατά.
- Στο καλό!! Στο καλό μικρέ μου φίλε. Να προσέχεις τις παγωνιές. Εγώ σ ΄ευχαριστώ για όλα. Στο καλό!!!  
- Που είναι το χελιδονάκι ; απόρησε η Νάντια γυρνώντας.
-  Έφυγε, πέταξε ψηλά, είπε η Σοφία προσπαθώντας να κρύψει τη μεγάλη της χαρά και θλίψη ταυτόχρονα. Έλα, πάμε να παίξουμε όποιο παιχνίδι θέλεις. Πάμε, πάμε.
  Η Κυριακή μέχρι να έρθει της φάνηκε αιώνας. Πρωί πρωί, κολλημένη στο τζάμι, περίμενε.
  Ο ήχος του ταξί δεν άργησε να ακουστεί. Ναι, ήταν οι γονείς της!!!
-  Μπαμπά, μαμά εδώ είμαι!! Πετάχτηκε στην αγκαλιά τους κλαίγοντας. 
  Η Νάντια ακούγοντας τις ξαφνικές φωνές της, έτρεξε να δει αλλά βλέποντάς την, κοντοστάθηκε. Δεν ήθελε να της στερήσει αυτή τη μεγάλη στιγμή. Η Σοφία όμως την είδε. Κατάλαβε. Σταμάτησε απότομα  ψιθυρίζοντας κάτι στο αυτί τους. 
-       Βεβαίως!!  ακούστηκε η δυνατή φωνή του μπαμπά της.
-       Με όλη μας την καρδιά!! συμπλήρωσε η μαμά της.
-       Έλα Νάντια, έλα εδώ, φώναξε η Σοφία τρέχοντας γρήγορα προς το μέρος της μαζί με τους γονείς της.
Σφιχταγκαλιάστηκαν κλαίγοντας από συγκίνηση.
Δεν πέρασε ούτε μια ώρα. Οι γονείς  βγήκαν από το γραφείο του διευθυντή με χαμόγελα και ευχαριστίες,  χαιρετώντας το προσωπικό και τα παιδιά που κοιτούσαν κάπως μουδιασμένα.  Το ταξί περίμενε. Μπροστά κάθισε ο μπαμπάς και πίσω η μαμά , η Σοφία  και η Νάντια ...η νέα της αδελφή!!
..........................................................................................................................................
Βαλέρια Ζούμποτσεκ     4ο Έτος Τμήματος Ελληνικής  Μετάφρασης
Νάντια Κατσάνοβα       4ο Έτος Τμήματος  Ελληνικής Φιλολογίας
Αλεξάνδρα Λίπσκα        4ο Έτος Τμήματος  Ελληνικής Φιλολογίας
Σβετλάνα Ρομανένκοβα" 4ο Έτος Τμήματος Ελληνικής  Μετάφρασης
Όλια Σβιτζένκο            4ο Έτος Τμήματος  Ελληνικής Φιλολογίας

                  Αργύρης Νίκας  &  Έφη Μακρή
                                     Φιλόλογοι



Από την Αρμενία...

Επισκέφθηκε πολλές χώρες, και παντού βρήκε ένα παιδί, που τον περίμενε και τον χρειαζόταν. Και σε ένα από τα ταξίδια αυτά ο μικρός μας φίλος γνώρισε τον Ραφφί, που έμεινε στην Αρμενία. Εμείς, όμως, πρώτα θα γνωριστούμε με τον πατέρα του, από τον οποίο και θα μάθουμε την ιστορία.

Μια φορά ο ουράνιος δρόμος έφερε το χελιδόνι με το άσπρο φτερό στη Συρία. Ποτέ δεν είχε συναντήσει το χελιδόνι τέτοιο θέαμα: κατεστραμμένες πόλεις και χωριά, παρατημένα σπίτια και σχολεία. Τρόμαξε πολύ το χελιδόνι. "Μα πού είναι οι άνθρωποι; Γιατί τα σπίτια είναι κατεστραμμένα; Δεν μου αρέσει αυτός ο τόπος." Έκανε τους τελευταίους κύκλους πάνω σε μια μισοκαταστραμμένη πολυκατοικία και  εκεί που ήτανε να φύγει,  ξαφνικά από κάτω άκουσε μια μελωδία, πολύ όμορφη και λυπημένη. Καθισμένος στα σκαλιά, ήταν ένας άντρας που τραγουδούσε. Κρατούσε στα χέρια του κάτι άσπρο. Μαγεμένο από τη μελωδία, το χελιδόνι πια δεν ένιωθε κίνδυνο από αυτόν: κατέβηκε πιο χαμηλά και άρχισε να πετά σχεδόν δίπλα του. Ο άντρας τον πρωτοείδε όταν τελείωσε το τραγούδι του.

"Τί σε έφερε εδώ, ασπρόφτερο χελιδόνι; Εδώ δεν θα βρεις τίποτα, ούτε φαϊ, ούτε στέγη, ούτε τους φίλους σου. Πετά μακριά από δω και μην επιστρέψεις  ποτέ."
"Ήθελα πολύ να φύγω, αλλά με έφερε πίσω το τραγούδι σου”, είπε το χελιδόνι. “Moυ θύμησες εμένα, γιατί είσαι μοναχός όπως κι εγώ. Θέλω να μάθω την ιστορία σου. Γιατί είσαι εδώ, γιατί δεν έφυγες με τους άλλους; Δεν έχεις οικογένεια;"

Ο άντρας πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε: "Η ιστορία μου άρχισε εδώ, σε αυτή τη πολυκατοικία, όπου ήταν το σπίτι μου. Κάθε μέρα πήγαινα στη δουλειά, ξυπνώντας από τη μυρωδιά του καφέ που έφτιαχνε η γυναίκα μου. Έχω πολλές θερμές αναμνήσεις για τον τόπο αυτό: εδώ, στην αυλή έμαθε να καβαλάει  ποδήλατο ο γιος μου. Ήμασταν πολύ ευτυχισμένη οικογένεια, πριν  αρχίσει ο πόλεμος. Τότε τους έστειλα μακριά από εδώ, στην Αρμενία, όπου κάποτε ζούσαν οι παππούδες μου, κι εγώ έμεινα εδώ, για να προστατέψω τη πόλη μου. Μου λείπει πολύ ο γιος μου, τον υποσχέθηκα ότι θα επιστρέψει σπίτι πολύ σύντομα, αλλά δεν μπορώ να  κάνω τίποτα γι’αυτο  . Μερικές φορές, όταν δεν αντέχω τη θλίψη, τραγουδάω το νανούρισμα που τραγουδούσαμε  για αυτόν όταν ήταν πολύ μικρός , φαντάζοντας ότι είμαι δίπλα του.”

"Και η δική μου οικογένεια είναι πολύ μακριά από εδώ", είπε το χελιδόνι. " Τους παράτησα γιατί σκέφτομαι ότι είμαι ξεχωριστός. Έχω ειδικούς  στόχους στη ζωή μου: θέλω να βοηθάω τα παιδιά που βρίσκονται στη ξενιτιά, θέλω να γίνω ο φίλος τους για να ξεπεράσουμε μαζί τους φόβους που έχουν. Τώρα που έμαθα την ιστορία σου, θέλω πολύ να πάω στην Αρμενία και να βρω τον γιο σου, να τον παρηγορήσω και να πω ότι  σου λείπει  πολύ."
"Μα πόσο ελπίζω να το κανείς αυτό, χελιδόνι μου! Παρόλο που είσαι τόσο μικρό πουλάκι, η καρδιά σου είναι ακόμα μεγαλύτερη από τις ανθρώπινες καρδιές. Ευχαριστώ πολύ για τη καλοσύνη σου, ποτέ δεν θα σε ξεχάσω!" είπε ο άντρας, καθαρίζοντας τα δάκρυά του με άσπρο μαντήλι και αποχαιρετώντας το χελιδόνι, το οποίο είχε ήδη ανέβει πάνω στη στέγη της πολυκατοικίας.
"Γεια σου, κι εγώ δεν θα σε ξεχάσω!" είπε το χελιδόνι.  "Μα δεν μου είπες: πώς ονομάζεται ο γιος σου;"
"Τον λένε Ραφφί!", φώναξε ο άντρας.
"Ραφφί! Θα το κρατήσω στο μυαλό μου!", απάντησε το χελιδόνι, πέταξε πάνω και σύντομα εξαφανίστηκε στα σύννεφα.

Μετά από πολλές περιπέτειες το χελιδόνι με το άσπρο φτερό τελικά έφτασε στην Αρμενία, σε μια μικρή χώρα όπου δεν είχε πάει ποτέ. "Πρέπει να βρω τον Ραφφί: μα πού να τον ψάξω για να βρω;" σκεφτόταν το χελιδόνι.  Και έτσι, ακουμπισμένο στις σκέψεις, το χελιδόνι τριγύριζε για δύο μέρες. Στη τρίτη μέρα ήταν απελπισμένος και ήθελε να φύγει, αλλά ξαφνικά, περνώντας πάνω από ένα σχολείο, άκουσε μια γνωστή μελωδία. Ήταν το ίδιο τραγούδι που άκουσε από τα χείλη του άντρα στη Συρία.
Το παλικάρι που τραγουδούσε καθόταν στο σχολικό στάδιο μόνος του, κοντά του βρισκόταν ένα ποδήλατο. Ξαφνικά σταμάτησε να τραγουδάει και λαμπερά δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του. Το χελιδόνι προσγειώθηκε αθόρυβα κοντά του, τον πλησίασε, και κάθισε στον ώμο του. Το αγόρι δεν τον φοβήθηκε: απλά τον κοίταξε ξαφνιασμένος με τα μεγάλα καστανά του μάτια.
"Πω πω! Μα πόσο μοιάζει με τον πατέρα του!" σκέφτηκε το χελιδόνι.
"Γεια σου", τον είπε το χελιδόνι.
"Γεια σου", είπε το αγόρι, κοιτάζοντάς τον με έκπληξη. "Ξέρω ότι τα χελιδόνια κανονικά φεύγουν στις θερμές χώρες. Εσύ γιατί είσαι εδώ; Μήπως έχεις χαθεί;"
"Όχι, δεν έχω χαθεί, είμαι εδώ γιατί συνάντησα τον πατέρα σου και μου είπε για σένα. Ήθελε πολύ να σου πω ότι είναι καλά και ακόμα προστατεύει το σπίτι σας και θα επιστρέψετε αμέσως όταν θα τελειώσει ο πόλεμος."
"Αλήθεια; Αχ, πόσο θα ήθελα κι εγώ να είμαι χελιδόνι για να πάω σπίτι..."
"Γιατί; Δεν σου αρέσει εδώ;"
Τα δάκρυα ξαναγέμισαν τα μάτια του: "Εδώ η ζωή δεν είναι το ίδιο. Τα πάντα είναι διαφορετικά. Θέλω τόσο πολύ τα πράγματα να επιστρέψουν όπως ήταν παλιά: να βρισκόμαστε στο σπίτι μας με τον μπαμπά, να πάω στο σχολείο, να συναντήσω τους φίλους μου, να κάνουμε αστεία, να χαζολογούμε μαζί. Θέλω να κάνουμε βόλτα στο πάρκο όπως παλιά, να καβαλάω ποδήλατο με τον πατέρα μου. Θέλω πίσω ό, τι είχα!" Συνέχισε, κοιτάζοντας στα μάτια του, "Πάντα μου φαίνεται, ότι δεν μπορώ να κάνω φίλους με τα παιδιά εδώ γιατί ξέρω ότι θα με συμπεριφερθούν αλλιώς, δεν θα είναι ειλικρινείς με μένα, γιατί είμαι ξένος. Φοβάμαι που είμαι ξένος." Ο Ραφφί συνέχισε :"Μα...είμαστε διαφορετικοί, πώς μπορεί να μην έχει σημασία ότι είμαι από άλλο μέρος; Ακόμα και τα αρμενικά μου είναι διαφορετικό, μερικές φορές οι άνθρωποι εδώ δεν καταλαβαίνουν όταν τους μιλάω, αυτό με μπερδεύει και εκνευρίζει. Και αρχίζω να φοβάμαι πάλι!"
"Ραφφί, δεν είσαι διαφορετικός, αυτά τα παιδιά δεν είναι διαφορετικά από σένα και τους φίλους σου από την Συρία. Εσείς, τα παιδιά είστε  ίδιοι! Εσείς μοιάζετε περισσότερο, όσο διαφορετικοί  και να είστε στην εμφάνισή σας, ακόμα και αν μένετε σε διάφορες άκρες του κόσμου, έτσι κι αλλιώς έχετε σχεδόν όμοια ενδιαφέροντα, όμοια όνειρα!" Το χελιδόνι συνέχισε, "Μην φοβάσαι Ραφφί, προσπάθησε να αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο και να μην φοβάσαι από τους ανθρώπους. Εμείς όλοι είμαστε οι κάτοικοι της Γης: κοντά ή μακριά, δεν έχει σημασία. Άνοιξε την καρδιά σου και θα δεις τις καρδιές των άλλων θα ανοίξουν επίσης, χαμογέλα, και θα δεις ότι ο κόσμος θα σε απαντήσει με το ίδιο! "

Ο Ραφφί άκουσε τα πάντα που του είπε το καλό χελιδόνι και ξαφνικά κατάλαβε, ότι κάτι άλλαξε στην καρδιά και στο μυαλό του. Ένιωσε κάτι τρυφερό και φωτεινό που  πέταξε και να μπήκε  μέσα στην ψυχή του. Εκείνη τη στιγμή είδε ότι κάποιο παιδί από τη γειτονιά τους καθόταν λίγο πιο πέρα και τον κοιτούσε αυτόν με έντονο βλέμμα, σα να ήθελε να πει κάτι. Χωρίς να το συνειδητοποιήσει, του κούνησε  το χέρι και  του χαμογέλασε.  Αυτός έκανε το ίδιο και τον πλησίασε.

Το χελιδόνι με το άσπρο φτερό κατάλαβε, ότι ο Ραφφι πια δεν θα είναι μοναχός, ότι από εδώ και πέρα θα έχει πολλούς φίλους, γιατί σταμάτησε να φοβάται και δε θα  νιώθει  πια ξένος.
Και άρχισε να ανεβαίνει, να πετάει πάνω, παίζοντας με το άνεμο και τα πολύχρωμα  φύλλα, που έσερναν όμορφο χορό στον αέρα.

Ο Ραφφί και ο νέος του φίλος τον αποχαιρετούσαν από κάτω: ο Ραφφί κουνούσε ένα άσπρο μαντήλι.
"Για σου, καλό  μου χελιδόνι, ελπίζω να  σε δω σύντομα! Και αν θα δεις τον πατέρα μου, πες τον ότι τον περιμένουμε εδώ, στην Αρμενία, για να χτίσουμε μαζί το καινούριο μας σπίτι!"

"Γεια σου Ραφφί, θα του πω τα πάντα! Τώρα πρέπει να πάω στα αλλά παιδιά που χρειάζονται  την βοήθεια μου. Και οπωσδήποτε θα τους πω την ιστορία σου!" φώναξε το χελιδόνι και σύντομα εξαφανίστηκε στα λευκά, βαμβακερά σύννεφα.