Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

το κείμεο από τη Μολδαβία - Συγγραφέας Cristina Ursu

το κείμεο από τη Μολδαβία - Συγγραφέας Cristina Ursu

Κουράγιο κι ελπίδα

Κυριευμένος από φόβο, κρυμμένος στο πράσινο πάπλωμα πάνω στο κρεβάτι, άκουγα τα γοργά βήματα των γονιών μου στο σαλόνι. Ο δυνατός θόρυβος της τηλεόρασης έκανε τα αυτιά μου να βουίσουν. 

     Το φαλακρό δέντρο έξω από το παράθυρο περιτύλιγε τα κλαδιά του πάνω στο παντζούρι,  αντανακλώντας στο δωμάτιό μου απαίσιες εικόνες.  Αγκαλιάστηκα με τα παγωμένα μου χέρια, ακούοντας την αντήχηση του σκοταδιού που με παρέσυρε να κοιμηθώ.

    Χωρίς τη θέλησή μου, η ματιά μου καρφώθηκε πάνω στο φλάουτο που μάζευε μέσα στις τρύπες του τις τελευταίες σταγόνες από το διάφανο φως του φεγγαριού. Ο παππούς μου, μου το χάρισε σε μια επίσκεψη του στην πόλη. Μου είπε να σφυρίζω σε αυτό όσο το δυνατόν περισσότερο και να αφήσω να πετάξουν έξω όλες οι στενοχώριες μαζί με τις μουσικές νότες του και να χαθούν στον αέρα αυτού του άστατου κόσμου. 

    Όμως αυτός ο άνεμος ήταν κρύος και παρόλο που ήμουν κάτω από το πάπλωμα, ξεπάγιαζα πολύ. Οι γονείς μου τσακώνονταν σφοδρά. Ανάμεσα στις επιθετικές κραυγές τους, η εκπομπή της τηλεόρασης σχόλιαζε τα νέα της ημέρας: «Ο πρόεδρος της Μολδαβίας που  εκλέχτηκε σήμερα από την πλειοψηφία του λαού  επιβεβαίωνε ότι  η ανατολική πορεία της χώρας είναι πια προφανής…».

    Πλησίασα στην πόρτα, ανασηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου και τους κοίταζα επίμονα μέσα από την κλειδαριά που μας χώριζε.
Η μητέρα μου, καθισμένη στον καναπέ, βύθιζε το πρόσωπό της στα τρεμάμενα χέρια της. Κάποιες ασαφείς φράσεις, μόλις κατανοητές, δονούνταν στο ατμώδες δειλινό γύρω μου: „μετακόμιση στο εξωτερικό”,  ο Ντάβιντ στο χωριό του παππού και είμαστε χρεοκοπημένοι, το νόημα της τελευταίας λέξεις παρέμενε τελείως άγνωστο.

Όρμησα πίσω στο κρεβάτι, οι ίδιες λέξεις αντιλαλούσαν  στο μυαλό μου: μετακόμιση, εξωτερικό, ο Ντάβιντ στο χωριό. Κρύφτηκα κάτω από τη σκεπάσματα και ζάρωσα τα βλέφαρά μου. Δεν ήθελα να ακούω, να βλέπω και να νιώθω τίποτα.

Τεντώθηκα στο γραφείο που ήταν δίπλα μου, άρπαξα το φλάουτο και το πέταξα στη γωνιά της κάμαρας. Ήταν μια μακρόσυρτη, ατελείωτη και ταλαίπωρη νύχτα.

Το ξημέρωμα εμφανίστηκε απαλά, γλιστρώντας μέσα από το παντζούρι, μεταδίδοντας την οσμή της βροχής που με τον κρότο της άγγιζαν την καρδιά μου. Οι γονείς μου βασανίζονταν να μου εξηγήσουν όλα αυτά που ήδη ήξερα. Τα λόγια τους έπεφταν στο πάτωμα σαν τα κίτρινα φύλλα του φθινοπώρου, ενώ η ομίχλη τους με άφηνε άναυδοΠρόκειται, πραγματικά, να μείνω μόνος μου.

-       Να μας συγχωρέσεις, σε παρακαλούμε, παιδάκι μας, μου είπε η μαμά καθώς με χάιδευε. Θα επιστρέψουμε μόλις η κατάστασή μας θα βελτιωθεί. Να ξέρεις πως σε αγαπάμε πάρα, πάρα, πάρα πολύ.
Ο πατέρας μου, αντί αυτού, στεκόταν όρθιος και σχεδόν με δυσκολία τόλμησε να με κοιτάξει, μετά ψιθύρισε δύσπιστα:
-       Αυτή η χώρα δεν μας χρειάζεται πια.

Μετά από λίγες ώρες ήμουν ήδη στο λεωφορείο. Χάζευα τα εγκαταλελειμμένα λιβάδια της Μολδαβίας και ένιωθα σα να βρίσκομαι μέσα στην καμπίνα ενός πλοίου και από το  φινιστρίνι του παρακολουθώ το ταξίδι, που με τραβά προς τα ζοφερά σύννεφα της ζωής. Ήθελα τόσο πολύ να εκτοξευτώ στο σύμπαν, όπου δεν υπάρχει βροχή, πόνος ή χωρισμός. 

Σ’ όλο το δρόμο η ματιά μου έπεφτε στα λευκά βοσκοτόπια, στα γυμνά δέντρα και στον ήλιο που αχνόφεγγε χαμένος στα σύννεφα. Οι σκέψεις μου έπνιγαν το μυαλό μου με αλλεπάλληλα κύματα αμφιβολίας. Ήμουν μόνος μου στο λεωφορείο. Είδα φευγαλέα πίσω από το τιμόνι μόνο μια ασαφή σκιά. Απλά εγώ, οι ρόδες που έγδερναν τη γη και η πόρτα που άνοιξε.

-        Αχ, αγαπημένε μου εγγονέ, καλωσήρθες στη βόρεια Μολδαβία! Έφτασες στο σημείο όπου οι επιστήμονες λένε πως οι Μολδαβοί κρεμούν τον χάρτη της χώρας στον τοίχο!, χαμογέλασε ο παππούς μου και στεκόταν στη μέση του σταθμού με τα ανοιχτά του χέρια.

Περπατούσαμε μαζί στο μονοπάτι του χωριού που το χάιδευε ένας παιχνιδιάρης άνεμος. Μόνο κάποιες καμινάδες έριχναν μαντίλια κυματιστών καπνών στον ουρανό. Τα άλλα σπίτια πάγωναν  στη μέση της αβύσσου. Το χωριό έμοιασε να υψώνεται σε μια άπειρη ανηφοριά…, η κοιλάδα του, όμως, με τρόμαζε.

Η τραχιά κλαγγή των παπιών μας καλωσόρισε στο σπιτάκι του παππού μου και, καθώς άνοιγε η πόρτα, μια ασθενής λάμψη πρόβαλε στην κορυφή της πλαγιάς. Ένας πολύχρωμος φράχτης φάνηκε μπροστά μου, αν και βρισκόταν στην άλλη άκρη της ανηφοριάς.

Ο παππούς μου έσκυψε και άγγιξε ένα δασύτριχο σκυλί που έτρεξε να μας υποδεχτεί, καλωσόρισε επίσης τέσσερις χήνες, πέντε πάπιες, δέκα κότες και έναν πετεινό. Στη συνέχεια, ένα γουρούνι, δύο άσπρα πρόβατα και...

-        Μια γάτα εξυπνότερη από όλους τους γεωγράφους! Τη λένε Μακαρόνια, επειδή δεν έχει μυαλό, έχει μακαρόνια στο κεφάλι της!

Και τι με νοιάζουν όλα αυτά τα χαζά ζώα! Το  μυαλό μου σκέπαζε μόνο μια σκέψη που με αλυσόδενε:

-        Παππού μου, να πάμε στο σπίτι του προέδρου και να τον διώξουμε μακριά! Να φέρουμε τους γονείς μου πίσω! Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ!

Μια θλιμμένη σιγαλιά σκέπασε την αυλή. Ακόμα και τα ζώα σταμάτησαν τη συναυλία τους.

-        Κουράγιο και ελπίδα, εγγονέ μου, κουράγιο και ελπίδα!

Εξοργίστηκα. Ήμουν σίγουρος πως θα με βοηθήσει, θα με καταλάβει! Προσπάθησε να με αγκαλιάσει, μα εγώ αντιστάθηκα. Απομακρύνθηκα γρήγορα και πήδηξα τον φράχτη. Τα πόδια μου προχωρούσαν χωρίς να καταλαβαίνω πού ακριβώς με πήγαιναν. Τα μονοπάτια τραντάζονταν κάτω από τα αγριεμένα μου πόδια.

Αγουροξυπνημένος σαν από μια ζαλάδα, έφτασα μπροστά σ’ εκείνο τον πολύχρωμο φράχτη: γαλάζιο, κίτρινο, κόκκινο, γαλάζιο, κίτρινο, κόκκινο...

Χαζεύοντας προσεκτικά τα χρώματα, παρατήρησα μες από τις τρύπες του έναν αχνό ίσκιο. Δεν πέρασε πολύς χρόνος μέχρι που μια εκκωφαντική φωνή έκοψε τα αυτιά μου. Ένα αγόρι με το μάτι του σκεπασμένο σαν πειρατής έτρεχε προς μένα. Είχε ένα εξοργισμένο πρόσωπο, μια σφεντόνα στα χέρια και σφιγμένα χείλη φωνάζοντας: ΦΩΤΙΑ!

Τέντωσε τη σφεντόνα του πάνω από το κεφάλι μου και ένα ξαφνικό χτύπημα ακούστηκε. Κάτι έπεσε στο έδαφος.

Έσκυψα κάτω και έψαξα ανάμεσα στα φύλλα. Ήταν ένα χελιδόνι! Το μικρό του σώμα ήταν μαύρο, ένα μαύρο φτερό και άλλο άσπρο. Σταγόνες αίματος έρρεαν από το άσπρο του φτερό και τα μελί του μάτια μου ζητούσαν βοήθεια.

Το πήρα στην αγκαλιά μου και έτρεξα στον παππού μου. Κάπου στη μέση της διαδρομής γύρισα το κεφάλι μου και κοίταξα εκείνο το παιδί που στεκόταν μπροστά στον πολύχρωμό του φράχτη. Ένιωθα μεγάλη συμπόνια γι’ αυτό το άγνωστο παιδί, ξεχασμένο κι αυτό από τον κόσμο σαν και εμένα. Το χαιρέτησα. Το ίδιο έκανε κι αυτός.

Έπρεπε να φτάσω όσο πιο γρήγορα στο καινούριο μου σπίτι.

Προσπαθούσα να κάνω όσο πιο άνετη μπορούσα την αγκαλιά μου για το χελιδόνι. Αυτό βάθυνε στα χέρια μου και με κοίταζε σαν να  καταλάβαινε τι συνέβαινε, σαν να ήξερε πού έτρεχα και γιατί, σαν να ένιωθε ποιος είμαι.

Ο παππούς μου έκοβε ξύλα για τη φωτιά, ενώ οι κότες χόρευαν χαρούμενα τριγύρω του.

-        Παππού, παππού, βρήκα ένα πληγωμένο χελιδόνι!

Έριξε το τσεκούρι του και ήρθε σε μένα μαζί με τον όχλο των ζωών της αυλής μας και όλοι μαζί ανήσυχοι, χαζεύαμε το άσπρο του φτερό που ήταν πλημμυρισμένο στο αίμα. Και το χελιδόνι μας παρακολουθούσε, καθώς τα δάχτυλα του παππού μου το χάιδευαν.

-        Να το φέρουμε μέσα στο σπίτι και να το φροντίσουμε όπως πρέπει!

Μια φλόγα παιχνιδιάρα χόρευε στο τζάκι και μου χάριζε αισθήματα ηρεμίας και γαλήνης. Έβαλα το χελιδόνι σε ένα ζεστό σημείο και έπλυνα το φτερό του με ζεστό νερό και με χορταράκια. Στα μάτια του μπορούσα να δω την ευγνωμοσύνη και την ευτυχία. Ο παππούς μου, την ίδια στιγμή, αγκάλιασε το ακορντεόν.

-        Νταβίντ, ας τραγουδήσουμε ένα μικρό κομμάτι για τον μικρό μας επισκέπτη!

Εγώ, ντροπιασμένος, του απάντησε σιγανά:

-        Πέταξα το φλάουτό μου, παππού!
-        Μην ανησυχείς, εγγονέ μου, σου έφτιαξα ένα καινούριο χθες!, Ευτυχώς! αναφώνησε ικανοποιημένος. Μου έδωσε ένα πράσινο φλάουτο, διακοσμημένο με δέντρα και χελιδόνια και ανάμεσά τους υπήρχε και ένα  χελιδόνι με άσπρο φτερό. Το χελιδόνι μας!

Οι νότες της μουσικής μας γέμισαν το δωμάτιο, φτάνοντας στα αυτιά όλων των ζωών μας που μας παρακολουθούσαν από τα παράθυρα. Η γάτα Μακαρόνια νιαούρισε  στον παλμό του τραγουδιού, γουργουρίζοντας κομψά δίπλα στον επισκέπτη μας. Το χελιδόνι σηκώθηκε και περιστρεφόταν αρμονικά μέσα στην γιορτινή μας ατμόσφαιρα.
Κουράγιο και ελπίδα, ναι, κουράγιο και ελπίδα!







1 σχόλιο:

  1. Cristina συγχαρητήρια το κείμενό σου έχει ενδιαφέρουσα πλοκή - οι ήρωές του βιώνουν δύσκολες καταστάσεις με έντονα συναισθήματα τα οποία αποτυπώνεις με επιτυχία. Θα ήθελα να το επεξεργαζόσουν ξανά, μειώνοντας τα επίθετα και τα επιρρήματα. Βαραίνουν και αποδυναμώνουν την ένταση. Η δύναμη ενός κειμένου βρίσκεται στα ρήματα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Εδώ μπορείτε να προσθέσετε το σχόλιο σας. Προσέχουμε τα σχόλια μας να τηρούν τον κώδικα δεοντολογίας.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.