Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017

Η κάρτα από τη Σερβία - Карта из Србије



Το άσπρο φτερό στην Άσπρη πόλη...


Καλοκαίρι 2016, Βελιγράδι.

Καθώς καθότανε σε ένα παγκάκι κοντά στο κάστρο του Καλεμέγκνταν, με την πόλη να απλώνεται μπροστά του και τον ήλιο να καθρεφτίζεται πάνω στα νερά των δύο ποταμών, το βλέμμα του έπεσε σ’ένα σμήνος από χελιδόνια που φτερούγιζαν στον καλοκαιρινό, γαλάζιο ουρανό. Τότε ο νους του ταξίδεψε νοσταλγικά πίσω στα ξέγνοιαστα παιδικά του χρόνια, σε εκείνη την γειτονιά στην Πρίστινα, λίγο πριν ξεσπάσει ο άγριος πόλεμος, ο οποίος σήμαδεψε τη ζωή όλων για πάντα και έφερε εκείνη την ταραγμένη άνοιξη. Οι ζωηρές αναμνήσεις άρχισαν να κατακλύζουν το μυαλό του σαν τεράστιος ανεμοστρόβιλος. Άρχισε να θυμάται  σα να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα, ούτε μια στιγμή από τότε.

Μάρτιος 1999, Πρίστινα.

Είχα μέρες να βγω από το σπίτι και συνεχώς άκουγα τους γύρω μου να μιλάνε για Σέρβους που αναγκάστηκαν να φύγουν από τα σπίτια τους λόγω των επιθέσεων που είχαν εδώ και μήνες εξαπολύσει οι Αλβανοί. Οι ίδιοι εκείνοι Αλβανοί που μέχρι πριν από τόσο λίγο ήταν γείτονες, παρέα και συντροφιά μας. Κάθε φορά που ήθελα να φύγω κάπου, η μητέρα μου έβρισκε κάποιo πρόσχημα από φόβο μήπως βρω τον μπελά μου έτσι περίεργος που ήμουν. Μα το μυαλό μου συνεχώς πήγαινε στην Κλέντη, μια Αλβανίδα φίλη μου, με την οποία παίζαμε σχεδόν κάθε μέρα σε διάφορες γωνιές της γειτονιάς μας. Η Κλέντη προσποιούνταν το γιατρό, ενώ εγώ έπαιζα τον ασθενή που πνιγόταν από τον επίμονο βήχα και εκείνη για να τον ηρεμήσει μου έδινε για φάρμακα κάποιες πεντανόστιμες καραμέλες που η γεύση τους μου έχει μείνει αλησμόνητη μέχρι σήμερα.

Μέρα με τη μέρα η κατάσταση γινόταν όλο και πιο δύσκολη, όλο και πιο βίαιη. Άρχισε ο πόλεμος. Κάθε βράδυ η μητέρα μου με ξυπνούσε απ’ το κρεβάτι και τρέχαμε αλαφιασμένοι στα κοινά καταφύγια, όπως έκαναν και όλοι οι υπόλοιποι. Στο άκουσμα κάθε βομβαρδισμού η καρδιά μου σφιγγόταν απ’ τον τρόμο και το μόνο που με απασχολούσε ήταν το αν η φίλη μου βρίσκεται ακόμη στη ζωή. Έτσι κι εκείνη τη φορά που την είδα απομονωμένη, σε μια καλά κρυμμένη γωνιά να μιλάει γλυκά με κάποιον. Πλησιάζοντάς την, αντίκρυσα εκεί πάνω μέσα από το βαθύ άνοιγμα στον τοίχο ένα χελιδόνι με άσπρο φτερό, αισθανόμενος κι εγώ την ίδια χαρά λόγω της παρουσίας του. Από τη νύχτα εκείνη, το χελιδονάκι έγινε ο αχώριστος φίλος μας. Μέσα στη μαυρίλα την έξω αλλά πιο πολύ τη μέσα μας, μάς έδειχνε το δρόμο προς τις κρυψώνες όπου μπορούσαμε να παίζουμε ανέμελα.

Όλα αυτά μέχρι εκείνη τη μέρα που, χωρίς να καταλάβω το πώς, βρέθηκα καταπλακωμένος κάτω από τα συντρίμμια. Με αδύναμη φωνή, προσπαθούσα να καλέσω σε βοήθεια αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι ώρες περνούσαν κι εγώ έχανα ολοένα και περισσότερο τις δυνάμεις μου. Τότε ήταν που άκουσα ένα τιτίβισμα και μια αγαπημένη φωνή να καλεί σε βοήθεια τους διασώστες. Και τότε, καθώς με ανέσυραν από τα συντρίμμια, λίγο προτού αποκοιμηθώ, κατάφερα με την άκρη του ματιού μου να ξεχωρίσω την Κλέντη και το χελιδόνι με το άσπρο φτερό. Δεν ήξερα τότε ότι αυτή θα ήταν και η τελευταία φορά που την αντίκριζα.

Όταν ξύπνησα, μετά από μέρες, βρισκόμουν πλέον σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου πίσω στην πρωτεύουσα, στο Βελιγράδι. Ο γιατρός, μπαίνοντας στο δωμάτιο μου είπε ότι ήμουν πραγματικά αυτό που σημαίνει το όνομά μου. Μπόζινταρ, ένα δώρο του Θεού. Όταν πια ανέρρωσα τελείως, η μητέρα μου μού ανακοίνωσε ότι στο εξής θα μέναμε στο Βελιγράδι, αφού ήταν πιο ασφαλές και για τους δυο μας.

Ασφαλές, μαμά, αλλά δύσκολο πολύ μαμά. Απομονωμένος, ολομόναχος, μπερδεμένος. Για ώρες στεκόμουν στη μέση μιας πλατειάς λεωφόρου, χαμένος εντελώς μέσα στο φαύλο κύκλο των ψηλών γκρι κτηρίων της «Λευκής πόλης». Μοναδική μου διέξοδος ο ουρανός. Κι εκεί καθώς τον περιεργαζόμουν,  εντελώς απρόσμενα,  διέκρινα ανάμεσα σε άλλα πουλιά το ίδιο εκείνο χελιδόνι με το άσπρο φτερό, το οποίο πετώντας όλο και χαμηλότερα, έφτασε στο πλάι μου. Ο  φτερωτός μου φίλος δε με ξέχασε τελικά! Κάπως ανεξήγητα ήξερε όπως τότε, ότι χρειαζόμουν και τώρα παρηγοριά ερχόμενος  και πάλι να με συντροφεύει τις ώρες του πόνου. Έκτοτε ήταν εκεί σε κάθε δύσκολη στιγμή μου.

Πέρασαν πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που είδα το χελιδόνι. Σαν να εξαφανίστηκε ολότελα από τότε που έκανα φίλους και έχτισα τη ζωή μου έτσι όπως την φανταζόμουν ανέκαθεν. Σα να ήξερε ότι δεν το χρειάζομαι πια, αφού κατάφερα να ανοίξω τα δικά μου φτερά.

Βελιγράδι 2016.

Ξαφνικά, σαν ένα μαγικό χέρι να τον τράβηξε απότομα από το βάθος των σκέψεών του, επανήλθε εκεί που καθόταν απολαμβάνοντας τον απογευμάτινο ήλιο μετά από την κουραστική μέρα στην δουλειά. Την προσοχή του τράβηξε μια κοπέλα που τάιζε ένα χελιδόνι και του έλεγε κάτι. Ξαφνιάστηκε όταν είδε ότι το χελιδόνι είχε ένα άσπρο φτερό και αμέσως ένιωσε σαν όλες εκείνες οι ξέγνοιαστες στιγμές του στην Πρίστινα να ήταν και πάλι παρούσες.

Πλησιάζοντάς τους, είπε στην κοπέλα:
-Θα με πίστευες αν σου έλεγα ότι όταν ήμουνα μικρός και έπαιζα εκεί στη Πρίστινα όπου μεγάλωσα, ήταν πάντα εκεί ένα χελιδόνι με ένα άσπρο φτερό, όπως αυτό εδώ;

Η κοπέλα τότε κάρφωσε τα μάτια της στα δικά του, ψιθυρίζοντας το όνομά του.
-Μπόζινταρ;

Κι έπειτα δεν ακούστηκε τίποτα άλλο! Δεν είχαν δύναμη να ξεστομίσουν ούτε μια λέξη. Μόνο άκουγαν τους  χτύπους των καρδιών τους που ακολουθούσαν το τιτίβισμα του χελιδονιού με το άσπρο φτερό, το οποίο όπως τότε, έτσι και τώρα τους έφερε και πάλι κοντά...



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εδώ μπορείτε να προσθέσετε το σχόλιο σας. Προσέχουμε τα σχόλια μας να τηρούν τον κώδικα δεοντολογίας.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.