Σάββατο 18 Μαρτίου 2017

Η κάρτα από τη Σλοβακία

Η Αμίρα φαίνεται χαρούμενο και φρόνιμο κορίτσι. Της αρέσει να τραγουδά και θα ήθελε πολύ να παίζει κάποιο μουσικό όργανο. Δεν της αρέσει όμως καθόλου να μιλά για το παρελθόν της και το πρόσωπό της σκοτεινιάζει, όποτε της ζητούν να μιλήσει γι’ αυτό. Μόνο κάποιες φορές γράφει στο ημερολόγιό της για τη ζωή της…
«Κάποια στιγμή πριν το Πάσχα η δασκάλα μάς ζήτησε να γράψουμε ένα κείμενο για την οικογένειά μας και τη χώρα μας. Αυτό ήταν για μένα πολύ δύσκολο˙ ήδη ταξίδευα πολλά χρόνια αλλά ποτέ με ολόκληρη την οικογένειά μου. Πώς λοιπόν να γράψω για όλα αυτά;
Ένα απόγευμα καθόμουν στο δωμάτιό μου, προσπαθώντας να γράψω κάτι στο άδειο χαρτί. Έξω έβρεχε… Ο καιρός εδώ είναι πολύ διαφορετικός απ’ τον ήλιο και τη ζέστη της Δαμασκού! Ξαφνικά άκουσα ένα χτύπημα στο παράθυρο και τότε αντίκρισα ένα χελιδόνι. Ήταν διαφορετικό από όλα όσα είχα δει ως τότε. Είχε σχεδόν άσπρη κοιλιά, γυαλιστερό φτέρωμα και ένα άσπρο φτερό! Πόσο παράξενο ήταν! Άνοιξα το παράθυρο κι εκείνο πέταξε γρήγορα μέσα στο δωμάτιο και κάθισε πάνω στη λάμπα. Το κοίταζα για πολλή ώρα, δεν έκανε την παραμικρή κίνηση. Μόνο στεκόταν εκεί ακίνητο και με κοιτούσε... Κάθισα λοιπόν στο τραπεζάκι κι άρχισα να ζωγραφίζω. Τότε το χελιδόνι μου είπε με ανθρώπινη φωνή: «Αμίρα, εγώ θα σε βοηθήσω να γράψεις για τους δικούς σου και τη Συρία». Για κάποιο λόγο μου φαινόταν γνωστό, αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ από πού. Γι’ αυτό το ρώτησα… «Γνώριζα τη μητέρα σου. Τραγουδούσαμε μαζί το αγαπημένο της τραγούδι. Αν θέλεις, μπορούμε να το τραγουδήσουμε μαζί!». Πράγματι, η μητέρα μου συνήθιζε να με κρατά αγκαλιά και να μου τραγουδά πάντα ένα συγκεκριμένο τραγούδι!
Ξεκινήσαμε να γράφουμε:
“Πριν δυο χρόνια ήμουν ένα ξέγνοιαστο παιδί, που ζούσε με την οικογένειά του στη Δαμασκό. Ο πατέρας μου είχε ένα μαγαζί με μπαχαρικά και η μητέρα μου φρόντιζε τα παιδιά, εμένα και το μικρό αδελφό μου Γιόραμ. Πόσο όμορφα ήταν στη Δαμασκό! Ο ήλιος έλαμπε κι εμείς τα παιδιά παίζαμε χαρούμενα εδώ κι εκεί. Η μητέρα ήταν χαμογελαστή και μας τραγουδούσε. Είχε πολύ γλυκιά φωνή! Αυτή μου έμαθε να αγαπώ τη μουσική.
Ώσπου μια μέρα όλα άλλαξαν. Ξέσπασε αυτός ο φρικτός πόλεμος˙ ποτέ δεν κατάλαβα γιατί… Ο ουρανός γέμισε σφαίρες και βόμβες και ο ήλιος χάθηκε μαζί με το χαμόγελό μας. Η μητέρα σπάνια τραγουδούσε πια. Μια μέρα μια βόμβα έπεσε στην αυλή μας. Μόνο η μητέρα ήταν εκεί. Τρέξαμε, μα ήταν αργά˙ είχε φύγει από κοντά μας! «Γιατί; φώναζα κοιτώντας τον ουρανό, μα δεν έπαιρνα καμιά απάντηση. Μόνο μου φάνηκε πως είδα ένα παράξενο χελιδόνι να πετά πάνω απ’ τα σκονισμένα ερείπια… Μετά το θάνατο της μητέρας, ο πατέρας μου αποφάσισε να φύγουμε όλοι μας από τη Δαμασκό για την Ευρώπη. Έδωσε πολλά χρήματα σε κάτι παράξενους ανθρώπους, που μας υποσχέθηκαν πως θα φτάναμε εκεί χωρίς κίνδυνο.
Το ταξίδι ήταν μακρύ, απαιτητικό και δύσκολο. Διασχίσαμε πολλά χιλιόμετρα, άλλοτε κρυμμένοι σε φορτηγά κι άλλοτε με τα πόδια. Επειδή είχαμε φύγει παράνομα από τη Συρία, έπρεπε να κρυβόμαστε. Φοβόμασταν τόσο πολύ! Από την Τουρκία περάσαμε στην Κω, ένα ελληνικό νησί, μέσα σε κάτι μικρές βάρκες. Λένε πως το Αιγαίο είναι όμορφο˙ εγώ θυμάμαι μονάχα μια θάλασσα που ζητούσε να μας καταπιεί! Εκεί μας βοήθησαν κάποια μέλη ανθρωπιστικών οργανώσεων. Μέναμε σε σκηνές, αλλά ο πατέρας έλεγε ότι δεν πείραζε, γιατί ήμασταν στην Ευρώπη, μακριά από τον πόλεμο. Από ‘κει μας μετέφεραν στα βόρεια σύνορα. Προλάβαμε να περάσουμε στα Σκόπια, όμως εκεί ένας καινούργιος αποχωρισμός με περίμενε: ο μικρός μου αδελφός, ο Γιόραμ, αρρώστησε από αφυδάτωση και πέθανε. Ήταν μόλις πέντε χρονών! Αλλά και ο πατέρας μου δεν φαινόταν καλά˙ έβηχε δυνατά συνέχεια και τις νύχτες δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Μετά έμαθα πως αυτό είναι μια αρρώστια που λέγεται πνευμονία. Πάλεψε, αλλά δεν τα κατάφερε. «Να είσαι γενναία, μωρό μου! Κι εγώ και η μαμά και ο Γιόραμ θα σε’ αγαπάμε πάντα και θα σε προσέχουμε από εκεί ψηλά!», ήταν τα τελευταία του λόγια, λίγο πριν περάσουμε τα σλοβακικά σύνορα.
Έμεινα μόνη, αλλά έπρεπε να συνεχίσω. Του το είχα υποσχεθεί! Κοίταξα τον ουρανο. «Θεέ μου, γιατί να μην είμαι σαν αυτό το χελιδόνι, που σχίζει τον ουρανό;». Και τα κατάφερα! Έφτασα στη Σλοβακία, στη μέση της ειρηνικής Ευρώπης που ονειρευόταν ο πατέρας, και τώρα ζω μαζί με άλλους ανήλικους Σύριους σε έναν Ξενώνα Ασυνόδευτων Μικρών Προσφύγων στη Νίτρα. Είναι όμορφη η Νίτρα και οι άνθρωποι είναι καλοί˙ κανένας δεν ζητά να με σκοτώσει… Αλλά δεν είναι η Δαμασκός κι αυτοί δεν είναι η οικογένειά μου…”».
Η Αμίρα διάβασε την άλλη μέρα στο σχολείο το κείμενο που έγραψαν με το χελιδόνι και πήρε ένα μεγάλο μπράβο από τη δασκάλα της. Όταν τέλειωσε το μάθημα, η δασκάλα, που ήξερε την αγάπη της για τη μουσική, της πρότεινε να αρχίσει μαθήματα τραγουδιού μαζί με κάποια άλλα παιδιά.
Έτσι, η Αμίρα συναντήθηκε με άλλα τέσσερα παιδιά στο μάθημα τραγουδιού της κ. Ελπίδας. Η κ. Ελπίδα ήταν μουσικός και είχε ζήσει πριν πολλά χρόνια στη Συρία. Μάλιστα, ήξερε το τραγούδι που αγαπούσε η μητέρα της Αμίρας. Δυο φορές την εβδομάδα συναντιόνταν τα παιδιά και μάθαιναν να τραγουδούν. Μια μέρα, η Αμίρα παρατήρησε ότι η δασκάλα είχε πάνω στο τραπεζάκι κοντά στο πιάνο μια φωτογραφία με την οικογένειά της˙ είχε δύο παιδιά. Το πρόσωπό της σκοτείνιασε, καθώς συνειδητοποίησε ότι εκείνη δεν είχε πια κανένα δικό της στον κόσμο.
Στο δρόμο για το σπίτι, η Αμίρα είπε στο χελιδόνι: «Βλέπεις, χελιδόνι; Τα άλλα παιδιά έχουν μητέρα, πατέρα, αδέλφια, εγώ όμως δεν έχω κανέναν! Άκουσα πως μερικά παιδιά μαλώνουν και στεναχωρούν τους γονείς τους και δεν εκτιμούν την ελευθερία και την ειρήνη της χώρας τους… Τι να πω εγώ;…». Το χελιδόνι της απάντησε: «Μη φοβάσαι! Όλα θα πάνε καλά! Η ζωή είναι όμορφη!».
Στο τέλος του σχολικού έτους η δασκάλα της μουσικής κάλεσε όλους τους μαθητές της στο σπίτι της. Τα παιδιά ήρθαν, ήπιαν τσάι, έφαγαν γλυκίσματα και έπαιξαν όλα μαζί χαρούμενα. Λίγο αργότερα ήρθε για επίσκεψη μια οικογένεια με ένα μικρό αγοράκι, που είχε πολύ σκούρο δέρμα. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τα άλλα παιδιά να παίξουν μαζί του. Η Αμίρα αναρωτιόταν γιατί το αγοράκι είχε διαφορετικό δέρμα από τους γονείς του. Τότε άκουσε τους γονείς να λένε ότι εκείνη τη μέρα έκλειναν δυο χρόνια από την είσοδο του μικρού αγοριού στην οικογένεια. Οι φυσικοί γονείς του είχαν πεθάνει στον πόλεμο στη Σομαλία, αλλά αυτό είχε ξαναβρεί την αγάπη σε μια καινούργια αγκαλιά.

        Η Αμίρα κοίταξε έξω από το παράθυρο. Το χελιδόνι ήταν εκεί και την κοιτούσε. Τότε ακούστηκε η δασκάλα να παίζει το τραγούδι της Αμίρας στο πιάνο. «Αμίρα, έλα να τραγουδήσεις μαζί μας!». Το χελιδόνι έκανε έναν κύκλο και μετά πέταξε στο διπλανό πάρκο. Η Αμίρα ΔΕΝ ήταν μόνη! Δεν θα ήταν ΠΟΤΕ μόνη!

Με χαρά σας στέλνουμε την κάρτα μας από τη Σλοβακία. Τελικά συγγραφείς είναι δύο φοιτήτριες από την αρχική τετραμελή ομάδα μας, που φοιτούν στο Πανεπιστήμιο Comenius της Μπρατισλάβας:

- Nikola Janková, 1o έτος master στο Τμήμα Σλοβακικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας
- Diana Leitmanová, εξωτερική φοιτήτρια στο Τμήμα Κλασσικών Σπουδών.

Σοφία Χατζηγιαννάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εδώ μπορείτε να προσθέσετε το σχόλιο σας. Προσέχουμε τα σχόλια μας να τηρούν τον κώδικα δεοντολογίας.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.